Τι σημαίνει το slept στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης slept στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του slept στο Αγγλικά.

Η λέξη slept στο Αγγλικά σημαίνει κοιμάμαι, κοιμάμαι, ύπνος, κοιμάμαι με κπ, κοιμάμαι πάνω σε κτ, κοιμάμαι σε κτ, χωράω, ύπνος, τσίμπλα, κοιμάμαι, κοιμάμαι μέχρι αργά, πάω με τον ένα και με τον άλλο, κοιμάμαι μέχρι αργά, κοιμάμαι για να συνέλθω, κοιμάμαι στο σπίτι κάποιου άλλου, παραμιλάω, παραμιλώ, ύπνος ομορφιάς, ύπνος ομορφιάς, βαθύς ύπνος, διαταραγμένος ύπνος, αιώνιος ύπνος, κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι, μουδιάζω, το να κοιμάμαι μέχρι αργά, νανουρίζω, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αναισθητοποιώ, κάνω ευθανασία, προκαλώ υπνηλία, κουράζω, νανουρίζω, αποκοιμίζω, φέρνω ύπνο/νύστα, προκαλώ πλήξη/ανία, κουράζω, υπνική άπνοια, που του λείπει ο ύπνος, κοιμάμαι μέχρι αργά, παρακοιμάμαι, κοιμάμαι σαν κούτσουρο, κοιμούνται με τα σώματά τους κολλημένα, μάσκα ύπνου, λειτουργία αναμονής, το σκέφτομαι, πρόγραμμα ύπνου, Καλόν ύπνο!, κοιμάμαι μαζί, καλόν ύπνο, καλόν ύπνο, είμαι σε εγρήγορση, κατασκήνωση, στην οποία τα παιδιά διανυκτερεύουν εκτός σπιτιού, κλαίω μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης slept

κοιμάμαι

intransitive verb (be asleep)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I slept for nine hours last night.
Χθες το βράδυ κοιμήθηκα εννιά ώρες.

κοιμάμαι

intransitive verb (go to bed, spend the night)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Do you have somewhere to sleep tonight?
Έχεις πού να κοιμηθείς απόψε;

ύπνος

noun (period of sleeping)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It's time for sleep, children.
Ώρα για ύπνο, παιδιά.

κοιμάμαι με κπ

(informal, euphemism (have sex with) (ευφημισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The proper young lady did not want to sleep with anyone until she was married.
Η καθωσπρέπει νεαρή δεσποινίδα δεν ήθελε να κοιμηθεί με κανέναν, έως ότου παντρευτεί.

κοιμάμαι πάνω σε κτ, κοιμάμαι σε κτ

(lie on to sleep)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His back hurts because he sleeps on a concrete floor.
Πονάει η πλάτη του επειδή κοιμάται πάνω σε δάπεδο από μπετόν.

χωράω

transitive verb (accommodate for sleeping)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Their holiday cottage will sleep eight people.
Το εξοχικό τους σπίτι χωράει οκτώ άτομα.

ύπνος

noun (figurative (dormant state)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The flower is closing in sleep.

τσίμπλα

noun (substance in eyes after sleeping) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Simon yawned and rubbed the sleep from his eyes.

κοιμάμαι

intransitive verb (figurative (be inattentive) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The man was sleeping and didn't notice it was his turn.

κοιμάμαι μέχρι αργά

phrasal verb, intransitive (UK, informal (stay in bed late)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I will lie in this morning because I was out celebrating my birthday yesterday evening. The newlyweds loved to lie in on Sunday mornings.
Θα κοιμηθώ μέχρι αργά σήμερα το πρωί, γιατί χτες το βράδυ βγήκα για τα γενέθλιά μου. Οι νιόπαντροι απολάμβαναν να κοιμούνται μέχρι αργά τις Κυριακές.

πάω με τον ένα και με τον άλλο

phrasal verb, intransitive (informal (have casual sex) (με άντρες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have no more respect for guys who sleep around than for women who do.

κοιμάμαι μέχρι αργά

phrasal verb, intransitive (get up late)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's Saturday, so I don't have to get up for work. I can sleep in.
Είναι Σάββατο κι έτσι δεν χρειάζεται να σηκωθώ για δουλειά. Μπορώ να κοιμηθώ μέχρι αργά.

κοιμάμαι για να συνέλθω

phrasal verb, transitive, separable (informal (recover from by sleeping) (από κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He had a lot to drink last night, and is still sleeping it off.

κοιμάμαι στο σπίτι κάποιου άλλου

phrasal verb, intransitive (informal (spend the night at [sb]'s house)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Liz didn't want to drive home in the dark, so she asked Dan if she could sleep over.

παραμιλάω, παραμιλώ

phrasal verb, intransitive (speak during sleep)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ύπνος ομορφιάς

noun (sleep before midnight for beauty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ύπνος ομορφιάς

noun (extra rest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βαθύς ύπνος

noun (most profound stage in sleep cycle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She was in such a deep sleep that nothing could have woken her.

διαταραγμένος ύπνος

noun (interrupted sleep)

αιώνιος ύπνος

noun (poetic (death) (θάνατος, μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι

verbal expression (fall asleep, lose consciousness)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I can't go to sleep with all this noise going on.
Δεν μπορεί να με πάρει ο ύπνος με όλο αυτό τον θόρυβο.

μουδιάζω

verbal expression (limb: become numb)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've been sitting in this position for so long, my legs have gone to sleep.
Καθόμουν σ' αυτή τη θέση τόση πολλή ώρα που τα πόδια μου μούδιασαν.

το να κοιμάμαι μέχρι αργά

noun (UK, informal (sleeping late)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lie-ins are one of the best things about weekends.

νανουρίζω

verbal expression (baby, etc. send to sleep)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mother's song lulled the baby to sleep.

βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αναισθητοποιώ

verbal expression (literal (make drowsy or unconscious)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sleeping pills quickly put me to sleep.

κάνω ευθανασία

verbal expression (euphemism (animal: kill as an act of mercy) (σκοτώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was heartbroken when my cat had to be put to sleep.

προκαλώ υπνηλία, κουράζω

verbal expression (figurative (bore) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His lecture put me to sleep in no time.

νανουρίζω

verbal expression (swing gently until asleep)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The father gently rocked his baby son to sleep.

αποκοιμίζω, φέρνω ύπνο/νύστα

verbal expression (lull, make sleepy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The professor's voice would send the class to sleep.

προκαλώ πλήξη/ανία, κουράζω

verbal expression (figurative (bore) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The professor's voice would send the class to sleep.

υπνική άπνοια

noun (interrupted breathing during sleep)

που του λείπει ο ύπνος

adjective (not having slept enough)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοιμάμαι μέχρι αργά, παρακοιμάμαι

verbal expression (wake up later than usual)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I usually sleep late on Sundays.

κοιμάμαι σαν κούτσουρο

verbal expression (figurative (sleep heavily) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You were already sleeping like a log when I came to bed.

κοιμούνται με τα σώματά τους κολλημένα

verbal expression (informal (couple: lie with bodies close) (για ζευγάρι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μάσκα ύπνου

noun (eye covering)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λειτουργία αναμονής

noun (computer setting: dormant)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

το σκέφτομαι

verbal expression (figurative (not decide until next morning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't give me an answer now; sleep on it and tell me tomorrow.

πρόγραμμα ύπνου

noun (cycle or patterns of sleeping)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Καλόν ύπνο!

interjection (Sleep well)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιμάμαι μαζί

(informal, euphemism (have sex with one another) (ευφημισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After they slept together once, they never saw each other again.

καλόν ύπνο

verbal expression (have a restful sleep)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I felt really good in my new house, so I slept well that night. The babies sleep well when it's raining.

καλόν ύπνο

interjection (informal (have a restful sleep)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι σε εγρήγορση

verbal expression (figurative (stay alert to danger)

κατασκήνωση, στην οποία τα παιδιά διανυκτερεύουν εκτός σπιτιού

noun (overnight camp for kids)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κλαίω μέχρι να με πάρει ο ύπνος

verbal expression (cry until you fall asleep)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After his wife left, Henry sobbed himself to sleep almost every night for a month.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του slept στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του slept

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.