Τι σημαίνει το slug στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης slug στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του slug στο Αγγλικά.
Η λέξη slug στο Αγγλικά σημαίνει γυμνοσάλιαγκας, μονόβολο φυσίγγι, γουλιά, αργός, ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ, ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ, ξεκαθαρίζω κτ με καυγά, το παλεύω, ρίχνω, γυμνοβράγχιο, τμήμα σελίδας εκτός της περιοχής εκτύπωσης και της περιοχής ξακρίσματος, παρασιτοκτόνο για σαλιγκάρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης slug
γυμνοσάλιαγκαςnoun (animal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mary was annoyed to find the slugs had been eating her lettuces again. Η Μαίρη ενοχλήθηκε που ανακάλυψε πως οι γυμνοσάλιαγκες έτρωγαν πάλι τα μαρούλια της. |
μονόβολο φυσίγγιnoun (bullet) Ian inserted more slugs into the gun. |
γουλιάnoun (mouthful of alcoholic drink) (μεγάλη, καλή, γερή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A slug of whiskey warms you up on a cold night. |
αργόςnoun (figurative (person: slow) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Laura's a real slug in the mornings. |
ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ, ρίχνω γροθιά σε κπ/κτtransitive verb (slang (hit with fist) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The boxer slugged his opponent. |
ξεκαθαρίζω κτ με καυγάphrasal verb, transitive, separable (slang, literal (settle with a fistfight) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The two men couldn't settle their argument and ended up slugging it out in the street. |
το παλεύωphrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (compete strenuously for) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It was hard work, but we slugged it out and achieved our goal. |
ρίχνωverbal expression (US, slang (fire a bullet) (καθομ, μτφ: πυροβολώ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γυμνοβράγχιοnoun (marine mollusc) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τμήμα σελίδας εκτός της περιοχής εκτύπωσης και της περιοχής ξακρίσματοςnoun (part of a page reserved for printed information) (βιβλιοδεσία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρασιτοκτόνο για σαλιγκάριαnoun (usually plural (pesticide) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του slug στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του slug
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.