Τι σημαίνει το slow στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης slow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του slow στο Αγγλικά.

Η λέξη slow στο Αγγλικά σημαίνει αργός, αργός, αργόστροφος, επιβραδύνω, αργός, πάει πίσω, πεσμένος, αργός, αργόσυρτος, σιγανός, χαμηλός, χαμηλής φωτοευαισθησίας, αργός, που δεν επιτρέπει στην μπάλα να αναπηδήσει, ή που επιβραδύνει την κίνηση των αθλητών, αργά, σιγά, επιβραδύνω, επιβραδύνω, κόβω ταχύτητα, επιβραδύνω, επιβραδύνω, παρακωλύω, αργά, σιγά, σε αργή κίνηση, λορίς, θυμός που σιγοκαίει, αργός αλλά σταθερός, slow cooker, αργή κίνηση, τα παίρνω αργά, τα πιάνω αργά, slow τραγούδι, σλόου τραγούδι, απρόθυμος, αργοκίνητος, βραδείας δράσης, αργής καύσης, που δυναμώνει με τον χρόνο, που εξελίσσεται αργά, που προχωράει αργά, αργή κίνηση, σε αργή κίνηση, αργοκίνητος, αργός, καθυστερώ, χαζός, επιβράδυνση, επιβράδυνση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης slow

αργός

adjective (not moving fast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
While she runs fast, I am more of a slow runner.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο ρυθμός ανάκαμψης του ευρώ έναντι του δολαρίου είναι βραδύς.

αργός

adjective (not designed for speed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His bike is slow, while her bike is much faster.
Το ποδήλατό του είναι αργό, ενώ το δικό της είναι πολύ πιο γρήγορο.

αργόστροφος

adjective (mentally: slow to learn)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We have one student who is a bit slow, but the rest all understand.
Έχουμε έναν μαθητή που είναι λίγο βραδύνους (or: δύσνους), αλλά όλοι οι υπόλοιποι καταλαβαίνουν.

επιβραδύνω

intransitive verb (reduce speed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He slowed to look at the accident scene.
Κόψαμε ταχύτητα για να κοιτάξουμε τον τόπο του ατυχήματος.

αργός

adjective (emotionally: slow to react)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His reaction to the death of his mother was slow, but eventually strong.

πάει πίσω

adjective (clock: behind)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That clock is slow. We need one that keeps proper time.
Το ρολόι πάει πίσω. Χρειαζόμαστε ένα που να δείχνει τη σωστή ώρα.

πεσμένος

adjective (business: giving few sales)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Business has been slow lately. The phone doesn't ring much.

αργός, αργόσυρτος

adjective (film, novel: boring)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That film was so slow. It was half an hour before you even knew what it was about!

σιγανός, χαμηλός

adjective (heat: gentle, not too hot)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cook the vegetables over a slow flame.

χαμηλής φωτοευαισθησίας

adjective (photographic film: less sensitive)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Use slow film when shooting in bright, sunny conditions.

αργός

adjective (shutter: set to slower speed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I use a slow shutter to take evening photos.

που δεν επιτρέπει στην μπάλα να αναπηδήσει, ή που επιβραδύνει την κίνηση των αθλητών

adjective (sports fields)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I don't like playing football there because the field is slow and the ball doesn't move well.

αργά, σιγά

adverb (US, informal (slowly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He talked slow, so she could understand better.

επιβραδύνω

transitive verb (reduce the speed of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He slowed the car to look at the accident scene.

επιβραδύνω, κόβω ταχύτητα

phrasal verb, intransitive (reduce one's speed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He slowed down as he came up to the junction.
Έκοψε ταχύτητα όταν έφτασε στη διασταύρωση.

επιβραδύνω

phrasal verb, transitive, separable (reduce speed of: [sb] or [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The economic crisis slowed down the hot housing market.
Η οικονομική κρίση επιβράδυνε την αγορά ακινήτων.

επιβραδύνω, παρακωλύω

phrasal verb, transitive, separable (informal (make slower, hinder) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αργά, σιγά

adverb (slowly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The tortoise won the race, even though he went at a slow pace.

σε αργή κίνηση

adverb (at slowed-down speed)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He replayed the video in slow motion. We watched it again in slow motion to see when exactly the player was fouled.

λορίς

noun (Southeast Asian lemur) (είδος λεμούριου)

θυμός που σιγοκαίει

noun (figurative (gradual building up of anger)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αργός αλλά σταθερός

adjective (progress: gradual but regular)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

slow cooker

noun (pot that cooks food slowly at low temperature)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αργή κίνηση

noun (cinema: slower than in reality)

The filmmaker used slow motion to show the beauty in everyday movement.

τα παίρνω αργά, τα πιάνω αργά

adjective (figurative, informal (person: slow to understand) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A couple of the new students are a bit slow on the uptake.

slow τραγούδι, σλόου τραγούδι

noun (romantic pop song)

απρόθυμος, αργοκίνητος

preposition (sluggish or reluctant to)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was slow to understand what I really meant.

βραδείας δράσης

adjective (drug, insulin)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αργής καύσης

adjective (fuel: taking a long time to burn) (σε γενική)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που δυναμώνει με τον χρόνο

adjective (figurative (emotion: taking time to build)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που εξελίσσεται αργά, που προχωράει αργά

adjective (figurative (story: taking time to develop)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αργή κίνηση

noun (informal, abbreviation (slow motion)

σε αργή κίνηση

noun as adjective (at slowed-down speed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αργοκίνητος

adjective (sluggish, unhurried)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αργός

adjective (not fast-moving)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθυστερώ

transitive verb (figurative (delay [sth]'s progress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαζός

adjective (unintelligent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιβράδυνση

noun (decline in pace)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's been a slowdown in the rate of infection.
Σημειώθηκε επιβράδυνση στον ρυθμό εμφάνισης λοιμώξεων.

επιβράδυνση

noun (decline in activity) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cause of the economic slowdown is unknown.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του slow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του slow

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.