Τι σημαίνει το smoker στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης smoker στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του smoker στο Αγγλικά.

Η λέξη smoker στο Αγγλικά σημαίνει καπνιστής, καπνιστήρι, μανιώδης καπνιστής, μανιώδης καπνιστής, καπνιστής πούρων, που καπνίζει πούρο, πρώην καπνιστής, πρώην καπνίστρια, αρειμάνιος καπνιστής, μη καπνιστής, μη καπνίστρια, κοινωνικός καπνιστής, κοινωνική καπνίστρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης smoker

καπνιστής

noun (person who smokes) (κάποιος που καπνίζει)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I could never date a smoker; I can't stand the smell.

καπνιστήρι

noun (oven for smoking) (φούρνος για κάπνισμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bob purchased a smoker to cure meats.

μανιώδης καπνιστής

noun (figurative (person: smokes heavily)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I would class myself as a heavy smoker rather than a chain smoker.

μανιώδης καπνιστής

noun (person: lights cigarette with previous)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Chain smokers smoke non-stop all day from the moment they awake to the moment they go to bed.

καπνιστής πούρων

noun (person: habitually smokes cigars)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cigar smokers are seldom welcome in public places.

που καπνίζει πούρο

noun (person: smoking a cigar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρώην καπνιστής, πρώην καπνίστρια

noun (former smoker)

αρειμάνιος καπνιστής

noun (person who smokes a lot)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He died from lung cancer because he had been a heavy smoker all his life.

μη καπνιστής, μη καπνίστρια

noun ([sb] who does not smoke)

I only date non-smokers because they smell better than smokers.

κοινωνικός καπνιστής, κοινωνική καπνίστρια

noun (person: smokes only in company) (σπάνιο)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του smoker στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.