Τι σημαίνει το smooth στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης smooth στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του smooth στο Αγγλικά.
Η λέξη smooth στο Αγγλικά σημαίνει λείος, λείος, απαλός, ομαλός, ήρεμος, ήσυχος, εύκολος, ομαλός, ήρεμος, ήσυχος, απαλός, ομαλός, γοητευτικός, ξυρισμένος, καλοξυρισμένος, απαλός, -, λείος, εξομαλύνομαι, λειαίνομαι, εξομαλύνω, μαλακώνω, ισιώνω, στρώνω, φτιάχνω, ισιώνω, εξομαλύνω, λειαίνω, τεντώνω, ισιώνω, στρώνω, εξομαλύνω, διευθετώ, λειαίνω, ισιώνω, ομαλή προσγείωση, έξυπνη κίνηση, λείος μυς, μαλαγάνας, γαλίφης, είμαι εύκολος, ομαλό ξεκίνημα, λεία επιφάνεια, λειαίνω τις τραχιές επιφάνειες, βελτιώνω, ανοίγω το δρόμο, συμβιβάζω μια κατάσταση, τα βρίσκω με κάποιον, ξυρισμένος, ξυρισμένος, εύγλωττος, ευφραδής, γαλίφης, πειστικός, παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης smooth
λείοςadjective (texture: not rough) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We chose kitchen tiles with a smooth surface for ease of cleaning. Επιλέξαμε πλακάκια με λεία επιφάνεια για την κουζίνα, για να καθαρίζονται εύκολα. |
λείος, απαλόςadjective (fine-textured) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I like this silk because it is very smooth. Μου αρέσει αυτό το μεταξωτό γιατί είναι πολύ απαλό. |
ομαλόςadverb (surface: even) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I'll show you how to ensure the concrete dries nice and smooth. Θα σας δείξω τον τρόπο για να σιγουρευτείτε ότι το μπετόν θα γίνει όμορφο και ομαλό όταν στεγνώσει. |
ήρεμος, ήσυχοςadjective (figurative (uneventful) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We're hoping for a smooth flight. Ελπίζουμε να έχουμε μια ήρεμη πτήση. |
εύκολος, ομαλόςadjective (figurative (free of difficulties) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No one's path in life is completely smooth. Κανενός η διαδρομή στη ζωή δεν είναι τελείως εύκολη (or: ομαλή). |
ήρεμος, ήσυχοςadjective (water: tranquil) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We went rafting on the smooth water of the Colorado River. |
απαλόςadjective (fluid) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The dancer's movements were smooth. |
ομαλόςadjective (gentle) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The pilot made a smooth landing. |
γοητευτικόςadjective (suave, charming) (το άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The guy trying to chat up women at the bar clearly thought he was really smooth. Ο τύπος που προσπαθούσε να πιάσει την κουβέντα σε γυναίκες στο μπαρ προφανώς πίστευε ότι είναι πολύ γοητευτικός. |
ξυρισμένος, καλοξυρισμένοςadjective (without a beard) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Many men prefer to have a smooth face. |
απαλόςadjective (figurative (bland) (γεύση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Without salt, the flavour of the soup was so smooth as to be almost tasteless. |
-adjective (worn flat) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The soles of my shoes have been worn smooth. Οι σόλες των παπουτσιών μου έχουν λιώσει. |
λείοςadjective (without lumps) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mix the pancake batter until it's smooth. |
εξομαλύνομαι, λειαίνομαιintransitive verb (become smooth) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After the boats left, the water smoothed out. |
εξομαλύνωtransitive verb (figurative (situation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Her explanation smoothed the situation with the customer. |
μαλακώνωtransitive verb (figurative (feelings, emotions) (μτφ: ηρεμώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She smoothed his feelings with her kind words. |
ισιώνωtransitive verb (surface) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She smoothed the icing on the cake with a spatula. |
στρώνω, φτιάχνωtransitive verb (hair, clothing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She smoothed her hair after getting off the roller coaster. |
ισιώνω, εξομαλύνω, λειαίνωphrasal verb, transitive, separable (make flat and even) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He smoothed down his shirt, trying to hide the creases. |
τεντώνω, ισιώνω, στρώνωphrasal verb, transitive, separable (literal (remove creases or bumps from) (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He smoothed out the sheets. |
εξομαλύνω, διευθετώphrasal verb, transitive, separable (figurative (ease, resolve: disagreements) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Arbitration is one way that different parties can smooth out their differences. |
λειαίνω, ισιώνωphrasal verb, transitive, separable (surface: make level) (επιφάνεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The waves smoothed over our footprints in the sand. |
ομαλή προσγείωσηnoun (aircraft: descending easily to the ground) |
έξυπνη κίνησηnoun ([sth] done with slick competence) |
λείος μυς(anatomy) |
μαλαγάνας, γαλίφηςnoun (informal, figurative ([sb] slickly competent) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
είμαι εύκολοςverbal expression (go easily, without difficulties) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ομαλό ξεκίνημαnoun (informal (easy or unproblematic beginning) |
λεία επιφάνειαnoun (silky, even texture) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Apples have a much smoother surface than oranges do. |
λειαίνω τις τραχιές επιφάνειεςverbal expression (file down) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You can smooth the rough edge off the metal with a file or with sand paper. |
βελτιώνωverbal expression (figurative (refine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As soon as they were married she started trying to smooth the rough edges off him. |
ανοίγω το δρόμοverbal expression (figurative (make [sth] easier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The first pioneers smoothed the way for later settlers. |
συμβιβάζω μια κατάστασηverbal expression (figurative, informal (conciliate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα βρίσκω με κάποιονverbal expression (figurative, informal (be reconciled) |
ξυρισμένοςadjective (hairless, clear skin) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξυρισμένοςadjective (no beard or moustache) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εύγλωττος, ευφραδήςadjective (person: speaking well) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαλίφηςnoun (informal ([sb] persuasive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πειστικόςadjective (skilled at persuasion) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παίρνω τα πράγματα όπως έρχονταιverbal expression (figurative (accept circumstances) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του smooth στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του smooth
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.