Τι σημαίνει το soplo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης soplo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soplo στο ισπανικά.
Η λέξη soplo στο ισπανικά σημαίνει φυσάω, φυσώ, σβήνω, φυσάω, φυσώ, φυσάω, εκπνέω, φυσάω με δύναμη, καρφώνω, δίνω, φυσάω απαλά, φυσάω ελαφρά, ρουφιανεύω, φυσώ, σφυρίζω, σβήνω φλόγα/κερί, λυσσομανώ, κατασκοπεύω, βουίζω, απομακρύνω κτ με ένα χτύπημα, καρφώνω, δίνω, καρφώνω, φύσημα, ίχνος, χρήσιμη πληροφορία, σημαντική πληροφορία, πνοή, προειδοποίηση, φυσάω, φύσημα γυαλιού, αναπνέω, φυσάω, επηρεάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης soplo
φυσάω, φυσώverbo intransitivo (viento, aire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El viento invernal sopla desde el oeste. Τον χειμώνα ο άνεμος φυσάει από τα δυτικά. |
σβήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella sopló las velas en su torta de cumpleaños. Έσβησε τα κεράκια στην τούρτα γενεθλίων της. |
φυσάω, φυσώverbo transitivo (με το στόμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sopla el molinete y mira como da vueltas. Φύσηξε τα κεριά στην τούρτα γενεθλίων της. |
φυσάωverbo transitivo (vidrio) (για γυαλί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En la fábrica vimos a un hombre soplando vidrio en forma de jarrón. |
εκπνέωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φυσάω με δύναμηverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El lobo les dijo a los tres cerditos: «Soplaré y soplaré, ¡y la casa les volaré!». |
καρφώνω, δίνω(αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si soplas y se enteran, te matarán. Αν τους καρφώσεις και το μάθουν, θα σε σκοτώσουν. |
φυσάω απαλά, φυσάω ελαφράverbo intransitivo (ligeramente) |
ρουφιανεύω(coloquial, figurado) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andrew fue despedido cuando Aaron sopló que él fumaba en el baño. |
φυσώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σφυρίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El viento soplaba entre las hojas. |
σβήνω φλόγα/κερί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Asegúrate de dejar apagadas las velas antes de ir a acostarte; podrían provocar un incendio. |
λυσσομανώ(el viento) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατασκοπεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βουίζω(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A Rachel le gustaba escuchar el gemir del viento a través de los árboles. |
απομακρύνω κτ με ένα χτύπημα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El hombre arrancó un trozo de roca con un golpe de mazo. |
καρφώνω, δίνω(ES) (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su cuñada se chivó y lo arrestaron. |
καρφώνω(coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φύσημαnombre masculino (medicina) (ιατρική: στην καρδιά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El doctor dijo que el soplo en mi corazón no es serio. Ο γιατρός λέει ότι το φύσημα που έχω στην καρδιά δεν είναι σοβαρό. |
ίχνος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Antes de darnos cuenta de que el director Simon había mentido en su currículum, no había ni un soplo de sospecha acerca de sus certificados. |
χρήσιμη πληροφορία, σημαντική πληροφορία(AR, BO, UY, VE) |
πνοή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Las ráfagas de aire ayudaban a Nicola a refrescarse mientras trabajaba en el jardín bajo el ardiente sol. Το φύσημα του αέρα βοήθησε τη Νίκολα να δροσιστεί καθώς δούλευε στον κήπο κάτω από τον καυτό ήλιο. |
προειδοποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Evacuaron el edificio porque la policía recibió un aviso de que habían plantado una bomba ahí. |
φυσάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Janine sopló en sus dedos para secar el barniz de uñas. |
φύσημα γυαλιούlocución verbal (υαλουργία) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αναπνέωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ten, sopla dentro de esta bolsa, te ayudará a detener la hiperventilación. |
φυσάω(viento) (άνεμος, κατά ριπές) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Josh entró cuando el viento empezó a soplar en fuertes ráfagas. Ο Τζος μπήκε μέσα όταν ο άνεμος άρχισε να φυσά πολύ δυνατά. |
επηρεάζω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Άνεμος αλλαγής πνέει στη λέσχη «Olde Towne». Για πρώτη φορά, γυναίκα γίνεται μέλος αυτής της λέσχης. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soplo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του soplo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.