Τι σημαίνει το sopa στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sopa στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sopa στο ισπανικά.

Η λέξη sopa στο ισπανικά σημαίνει σούπα, μπισκ, παπάρα, βρεγμένος, ζωμός, μουλιάζω, βουτάω, βουτώ, μπουγιαμπέσα, γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι μουσκίδι, μούσκεμα, μουσκίδι, παντού, μούσκεμα, μουλιασμένος, καταμουσκεμένος, σούπα, γάμπο, κουτάλι της σούπας, από μοσχαρίσια ουρά, με μοσχαρίσια ουρά, μπορς, μπορστ, ζουλιέν, σούπα με κάρι, βισισουάζ, σούπα με μακαρόνια σε σχήμα γραμμάτων, κοτόσουπα, ψαρόσουπα με οστρακοειδή, σούπα με αυγά, κινέζικη σούπα με αβγά, μπιζελόσουπα, ντοματόσουπα, σούπα με λαχανικά, κοτόσουπα, κοτόσουπα, κρυπτόλεξο, σούπα βελουτέ με καλαμπόκι, γαλλική κρεμμυδόσουπα, είδος φασολάδας, κινέζικη καυτερή σούπα, σούπα ημέρας, πατατόσουπα, σούπα μίσο, γίνομαι μούσκεμα, το σφυρίζω, ξεσκίζω, ξεστομίζω, λέω, σούπα με πατσά και πολλά μπαχαρικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sopa

σούπα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Quieres sopa de fideos para comer?
Θες σούπα με ζυμαρικά για μεσημεριανό;

μπισκ

(de marisco) (σούπα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παπάρα

nombre femenino (pan) (καθομιλουμένη: ψωμί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El anciano usó el pan de maíz como sopa para su salsa.

βρεγμένος

nombre femenino (figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ζωμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Es bueno beber caldo cuando se está enfermo.
Είναι καλό να πίνεις ζωμό όταν είσαι άρρωστος.

μουλιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βουτάω, βουτώ

(το υπόλοιπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usó un trozo de pan para embeber los restos de la sopa.

μπουγιαμπέσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι μουσκίδι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No miramos el pronóstico antes de ir de campamento y terminamos empapados.

μούσκεμα, μουσκίδι

expresión (coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quedé hecho una sopa, la próxima vez te voy a hacer caso de no salir sin impermeable en estos días.

παντού

locución verbal (coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esas publicidades están hasta en la sopa, las encuentras en todas las páginas de Internet.

μούσκεμα, μουλιασμένος, καταμουσκεμένος

locución adjetiva (CL, coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σούπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ian disfrutó de una taza de sopa de pescado y maíz con el almuerzo.

γάμπο

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La sopa de quingombó es una especialidad local de esta zona.

κουτάλι της σούπας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La mesa estaba puesta para una cena formal, con tenedores de ensalada y cucharas soperas.

από μοσχαρίσια ουρά, με μοσχαρίσια ουρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pedimos sopa de rabo de buey en el restaurante cubano que está al final de la calle.

μπορς, μπορστ

(ρωσική σούπα)

ζουλιέν

σούπα με κάρι

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βισισουάζ

(σούπα χορταρικών)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σούπα με μακαρόνια σε σχήμα γραμμάτων

nombre femenino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¿Qué prefieres sopa de letras o de fideos?

κοτόσουπα

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψαρόσουπα με οστρακοειδή

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sopa de almejas de Nueva Inglaterra lleva una base de crema de patatas, y la de Manhattan, una base de caldo claro de tomate.

σούπα με αυγά

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un aperitivo típico de los restaurantes chinos es la sopa de huevo.

κινέζικη σούπα με αβγά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En San Francisco es casi obligatorio empezar el almuerzo con sopa de huevo escalfado.

μπιζελόσουπα

(AR)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es bueno tomarse una sopa caliente de arvejas en un día frío.

ντοματόσουπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
De chico solía almorzar sándwiches de queso y sopa de tomates.

σούπα με λαχανικά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi abuela solía preparar sopa de verduras al final del verano.

κοτόσουπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Para hacer el consomé, eché sopa de pollo, verduras y arroz.

κοτόσουπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No hay nada mejor que una sopa de pollo con fideos cuando no te sientes bien.

κρυπτόλεξο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las sopas de letras contienen palabras que pueden leerse en horizontal, vertical y diagonal.

σούπα βελουτέ με καλαμπόκι

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γαλλική κρεμμυδόσουπα

locución nominal femenina

είδος φασολάδας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κινέζικη καυτερή σούπα

locución nominal femenina (comida china)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σούπα ημέρας

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Tuvimos suerte, la sopa del día era un caldo de bogavante que nos dejó extasiados.

πατατόσουπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σούπα μίσο

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γίνομαι μούσκεμα

expresión (coloquial)

No pensé que llovía tanto, pero quedé hecho una sopa con sólo ir de la casa al auto.
Νόμιζα ότι δε βρέχει δυνατά αλλά έγινα μούσκεμα απλά πηγαίνοντας από το σπίτι στο αμάξι μου. Μας έπιασε βροχή και γίναμε μούσκεμα.

το σφυρίζω

locución verbal (MX) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Juan soltó la sopa antes de tiempo y arruinó la sorpresa.

ξεσκίζω

(coloquial) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pensé que podía vencerlo pero me dio una paliza.
Νόμιζα πως μπορούσα να τον νικήσω αλλά μ' έκανε σκόνη.

ξεστομίζω, λέω

(CL) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sabía que tarde o temprano soltaría la pepa.
Ήξερε ότι θα πει την αλήθεια αργά η γρήγορα.

σούπα με πατσά και πολλά μπαχαρικά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sopa στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.