Τι σημαίνει το souris στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης souris στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του souris στο Γαλλικά.
Η λέξη souris στο Γαλλικά σημαίνει χαμογελάω, χαμόγελο, σκάω χαμόγελο, ποντίκι, ποντίκι, ποντίκι, χαμογελάω σε κπ/κτ, χαμογελώ σε κπ/κτ, χαμογελάω σε κπ, χαμογελώ σε κπ, χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα, χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα, χαμογελαστός, στραβώνω το στόμα, αίσθηση, υποψία, μειδιώ χλευαστικά, πλατιά, στραβά, ειρωνικό χαμόγελο, λαμπρό χαμόγελο, μεγάλο χαμόγελο, προσποιητό χαμόγελο, ψεύτικο χαμόγελο, πονηρό χαμόγελο, προκαλώ χαμόγελα, δεν χάνω το χαμόγελό μου, πεθαίνω ευτυχισμένος, χαμογελάω πλατιά, χαμογελώ πονηρά, χαμογελώ αυτάρεσκα, χαμογελάω σε κπ, λάμποντας, πονηρό χαμόγελο, αυτάρεσκο χαμόγελο, τσαχπίνικο χαμόγελο, ναζιάρικο χαμόγελο, ευθυμώ, χαμογελάω πλατιά, ελάχιστος, καθησυχαστικά, παρηγορητικά, σοβαρά, χαμογελαστά, ψεύτικα, πλατύ χαμόγελο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης souris
χαμογελάωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il sourit en entendant la bonne nouvelle. Χαμογέλασε όταν άκουσε τα καλά νέα. |
χαμόγελοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Son sourire était son plus bel attribut. Το χαμόγελό της ήταν το πιο ωραίο της χαρακτηριστικό. |
σκάω χαμόγελο(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le tennisman a réussi à esquisser un sourire alors qu'il avait perdu. |
ποντίκιnom féminin (animal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le chat chassait la souris. Η γάτα κυνήγησε τον ποντικό. |
ποντίκιnom féminin (Informatique) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Utilisez la souris pour cliquer sur le bouton. |
ποντίκιnom féminin (Informatique) (συσκευή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Frank préfère utiliser une souris plutôt que le pavé tactile sur son ordinateur portable. |
χαμογελάω σε κπ/κτ, χαμογελώ σε κπ/κτ(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dieu nous a souri et nous a donné une bonne récolte cette année. |
χαμογελάω σε κπ, χαμογελώ σε κπ
|
χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαμογελαστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στραβώνω το στόμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Emma a présenté ses excuses à Gavin mais il a simplement ricané. Η Έμμα είπε στον Γκάβιν συγγνώμη, αλλά εκείνος απλά στράβωσε. |
αίσθηση, υποψία(figuré : d'espoir) (με γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Être sur liste d'attente permettait à Julie de garder une lueur d'espoir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ή Έριν αισθάνθηκε μια υποψία αμφιβολίας. |
μειδιώ χλευαστικά
|
πλατιάlocution verbale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Danny fit un large sourire au public. Ο Ντάνυ χαμογέλασε πλατιά προς το κοινό. |
στραβά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ειρωνικό χαμόγελοnom masculin |
λαμπρό χαμόγελοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεγάλο χαμόγελοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
προσποιητό χαμόγελο, ψεύτικο χαμόγελοnom masculin Je n'ai jamais été dupe du sourire de façade d'Hélène, j'ai toujours su que c'était une manipulatrice. |
πονηρό χαμόγελοnom masculin (ξέρω κάτι) Elle bégaya et il lui fit un sourire complice. |
προκαλώ χαμόγελαverbe transitif (amuser)) (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν χάνω το χαμόγελό μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Malgré tout ce qui nous est arrivé, nous continuons de sourire, n'est-ce pas ? On ne peut rien faire d'autre. |
πεθαίνω ευτυχισμένος
|
χαμογελάω πλατιάlocution verbale (en montrant les dents) Peter fit un large sourire en engloutissant le chocolat. Ο Πίτερ χαμογέλασε πλατιά ενώ έχωνε τη σοκολάτα στο στόμα του. |
χαμογελώ πονηρά, χαμογελώ αυτάρεσκα(être arrogant) Η Τζάνετ δεν άντεχε το αφεντικό της και έτσι μειδίασε όταν άκουσε πως τον απόλυσαν. |
χαμογελάω σε κπ
Après avoir trébuché dans l'escalier, j'ai remarqué un petit garçon très mignon qui me souriait. Αφού σκόνταψα στη σκάλα παρατήρησα ότι ένα πολύ χαριτωμένο αγόρι μου χαμογελούσε. |
λάμποντας(μεταφορικά) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
πονηρό χαμόγελο, αυτάρεσκο χαμόγελο
Le sourire suffisant de Tom montrait qu'il croyait avoir remporté le débat. Το χαιρέκακο χαμόγελο του Τομ έδειχνε πως νόμιζε ότι είχε κερδίσει τον καυγά. |
τσαχπίνικο χαμόγελο, ναζιάρικο χαμόγελο(χαριεντισμός: κυρίως γυναίκες) |
ευθυμώlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mme Mills a retrouvé le sourire quand le thé et le gâteau sont arrivés. Η κυρία Μιλς ευθύμησε όταν σερβιρίστηκε τσάι και κέικ. |
χαμογελάω πλατιάlocution verbale Le bébé fit un grand sourire en voyant le clown faire son spectacle. Το μωρό χαμογελούσε πλατιά βλέποντας την παράσταση του κλόουν. |
ελάχιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les légères révisions d'Erin ne l'ont pas vraiment aidée pour l'examen. |
καθησυχαστικά, παρηγορητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σοβαρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
χαμογελαστάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ψεύτικα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πλατύ χαμόγελοnom masculin Roy la regarda en faisant un large sourire. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του souris στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του souris
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.