Τι σημαίνει το spaced στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spaced στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spaced στο Αγγλικά.

Η λέξη spaced στο Αγγλικά σημαίνει διάστημα, χώρος, χώρος, χώρος, θέση, απόσταση, κανονίζω, χώρος, κενό, θέση, θέση, χώρος, διαφημιστικός χώρος, χρόνος, κενό, διάστημα, μπάρα, διατάσσω, απομακρύνω κτ από κτ, ζαβλακώνω, το μυαλό μου ταξιδεύει, διαφημιστικός χώρος, διαφημιστικός χώρος, κενό, ανάπαυλα, χώρος στον οποίο μπορείς να αναπνεύσεις, κάνω λίγο χώρο, βρίσκω χρόνο, στενός χώρος σε κτίρια που δίνει πρόσβαση στα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ., εξωδιάστημα, διπλό διάστημα, αφήνω διπλό διάστιχο, κενός χώρος, άδειος χώρος, θέση, κενό, κλειστός, περιορισμένος χώρος, ΕΟΔ, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος, ελεύθερος χώρος, διαστρικός χώρος, ωφέλιμος χώρος, σαλόνι, ζωτικός χώρος, έκταση κατοικίας, ράφι τζακιού, αρνητικός χώρος, χώρος γραφείων, ανοιχτός χώρος, απώτερο διάστημα, χώρος για πάρκινγκ, προσωπικός χώρος, δημόσιος χώρος, ράφια, μονό διάστιχο, απλό διάστημα χαρακτήρων, διαστημική εποχή, χώρος, κενό, στον κόσμο του, μικρό διαστημόπλοιο, εξερεύνηση του διαστήματος, διαστημικό σκάφος, διαστημικό σκάφος, εξερεύνηση του διαστήματος, διαστημικό λεωφορείο, διαστημικός σταθμός, στολή αστροναύτη, διαστημικό ταξίδι, που καταλαμβάνει μικρό χώρο, χωροχρόνος, χωροχρόνος, χωροχρονικός, χωροχρονικός, χωροχρόνος, πτήση με διαστημόπλοιο, ταξίδι με διαστημόπλοιο, δημοσιογράφος που πληρώνεται με τη λέξη, διαστημικός περίπατος, μη χρησιμοποιούμενες ραδιοσυχνότητες, κενός χώρος, ανεκμετάλλευτη ευκαιρία, ανοιχτός χώρος, ανοιχτός χώρος, χώρος εργασίας, χώρος εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spaced

διάστημα

noun (area beyond Earth) (έξω από τη γη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Can you see the stars out there in space?
Βλέπεις τα αστέρια εκεί έξω στο διάστημα;

χώρος

noun (three-dimensional expanse) (τρισδιάστατη έκταση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Because it was wide and deep, the container had plenty of space for storage.
Το κοντέινερ ήταν ψηλό και βαθύ και για αυτό είχε πολύ αποθηκευτικό χώρο.

χώρος

noun (two-dimensional area) (δισδιάστατη έκταση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The carpet was too small to cover the whole floor space.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το χαλί είναι πολύ μεγάλο. Δεν υπάρχει χώρος να το βάλεις στην κουζίνα.

χώρος

noun (empty area) (άδεια περιοχή)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I found a space on the countertop to cut the carrots.
Βρήκα χώρο πάνω στον πάγκο για να κόψω τα καρότα.

θέση

noun (parking place) (παρκάρισμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stop! Here's a space to park in on the right.
Σταμάτα! Έχει χώρο να παρκάρεις στα δεξιά.

απόσταση

noun (distance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At speed, you need to leave more space between you and the car in front.
Σε μεγάλες ταχύτητες, πρέπει να αφήνεις μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ εσού και του μπροστινού αυτοκινήτου.

κανονίζω

transitive verb (organize at intervals) (οργανώνω σε διαστήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She spaced her appointments throughout the day.
Μοίρασε τα ραντεβού της στη διάρκεια όλης της μέρας.

χώρος

noun (informal (personal freedom)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Give your boyfriend some space, and let him do his own thing sometimes.

κενό

noun (available appointment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have a space for you at three o'clock; would you like it?

θέση

noun (available place on a course, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You cannot take this class because there are no spaces left.

θέση

noun (seat available on transport)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He found a space to sit near the back of the bus.

χώρος

noun (business premises)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We have a six-hundred square metre office space to rent.

διαφημιστικός χώρος

noun (advertising space in a publication)

Our company wants to buy magazine space to advertise our new product.

χρόνος

noun (advertising time on TV or radio)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The network charges a million dollars per minute of advertising space.

κενό

noun (gap between words)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you put one space or two spaces between sentences?

διάστημα

noun (musical notation: between lines) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the treble clef, the spaces on the stave denote F A C and E.

μπάρα

noun (computer keyboard: space bar) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hit space one time after you type the sentence.

διατάσσω

transitive verb (separate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He spaced the papers evenly on his desk.

απομακρύνω κτ από κτ

phrasal verb, transitive, separable (set apart)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The exam desks must be spaced out.
Τα θρανία πρέπει να απομακρυνθούν μεταξύ τους για τις εξετάσεις.

ζαβλακώνω

phrasal verb, transitive, separable (slang (drug: daze) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor gave Jim some medication that spaces him out, but it does not seem to improve his condition.

το μυαλό μου ταξιδεύει

phrasal verb, intransitive (slang (daydream)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I always space out in chemistry class; it's so boring!

διαφημιστικός χώρος

noun (in a publication)

διαφημιστικός χώρος

noun (on a wall, etc.)

κενό

noun (empty space)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανάπαυλα

noun (figurative (chance to think) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We are going to separate for a while because we both need some breathing space.

χώρος στον οποίο μπορείς να αναπνεύσεις

noun (enough space in which to breathe)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
So many people lived in the small apartment that there was no breathing space.

κάνω λίγο χώρο

verbal expression (remove clutter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you could just clear some space on your desk, I'll set the computer up there.

βρίσκω χρόνο

verbal expression (make time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Could you clear some space on your calendar to spend some time with her?

στενός χώρος σε κτίρια που δίνει πρόσβαση στα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ.

noun (low-ceilinged basement, tunnel)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εξωδιάστημα

noun (region beyond solar system)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The spacecraft will explore deep space.

διπλό διάστημα

noun (typing: full space between lines)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αφήνω διπλό διάστιχο

transitive verb (typing: leave full space between lines)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He asked us to double-space our essays to leave room for his comments.

κενός χώρος, άδειος χώρος

noun (area: no objects)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θέση

noun (parking place: unoccupied)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κενό

noun (figurative (lack of [sth]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Since he died, there's been an empty space in my life.

κλειστός, περιορισμένος χώρος

noun (small, confined area)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ΕΟΔ

noun (initialism (European Space Agency) (σντμ: Eυρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος

noun (space exploration organization)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ελεύθερος χώρος

noun (unused memory or storage)

διαστρικός χώρος

noun (astronomy: space between the stars) (αστρονομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Manned spaceships are unlikely ever to cross interstellar space because of the vast distances involved.

ωφέλιμος χώρος

noun (home: rooms, etc.)

The apartment offers 90 square metres of living space.

σαλόνι

noun (living room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The property has a large open plan living space on the ground floor and three bedrooms and a bathroom on the first floor.

ζωτικός χώρος

noun (historical (Nazi idea: Lebensraum)

έκταση κατοικίας

noun (land, territory to live on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ράφι τζακιού

noun (area above a fireplace) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρνητικός χώρος

noun (shape of space around an object) (καλλιτεχνική δημιουργία)

χώρος γραφείων

noun (part of a building for business use)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανοιχτός χώρος

(ecology)

απώτερο διάστημα

noun (area beyond Earth's atmosphere)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some people believe in UFOs (Unidentified Flying Objects) that come from outer space.

χώρος για πάρκινγκ

noun (marked area for parking a vehicle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Searching for a parking space is not easy in a busy city.

προσωπικός χώρος

(sociology)

δημόσιος χώρος

noun (area or venue accessible to everyone)

Parks and beaches are the city's prime public spaces, open to all.

ράφια

noun (amount of room on shelves)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μονό διάστιχο

noun (typing: half space between lines)

απλό διάστημα χαρακτήρων

noun (typing: one space between characters)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διαστημική εποχή

noun (period post-1950s onwards)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The launch of Sputnik initiated the space age.

χώρος

noun (size of a farm animal's allocated area)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κενό

noun (computer keyboard key) (πλήκτρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στον κόσμο του

noun (slang, figurative ([sb] on drugs or acting as if) (μεταφορικά)

Don't listen to that guy - he's a space cadet, always smoking drugs.

μικρό διαστημόπλοιο

noun (small spacecraft)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξερεύνηση του διαστήματος

noun (travel, research in outer space)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even if we aren't scientists, many of us are interested in space exploration.

διαστημικό σκάφος, διαστημικό σκάφος

noun (unmanned spacecraft)

εξερεύνηση του διαστήματος

noun (scientific investigation of outer space)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαστημικό λεωφορείο

noun (type of spacecraft)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διαστημικός σταθμός

noun (in outer space)

στολή αστροναύτη

noun (outfit worn by astronaut)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't go out in this coat: it's like walking around in a space suit.

διαστημικό ταξίδι

noun (journeying by spacecraft)

που καταλαμβάνει μικρό χώρο

adjective (taking up little space)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωροχρόνος

noun (space-time continuum)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χωροχρόνος

noun (physical reality in space-time continuum)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χωροχρονικός

noun as adjective (relating to space-time continuum)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωροχρονικός

noun as adjective (relating to both space and time)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωροχρόνος

noun (idea of connection of space and time)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πτήση με διαστημόπλοιο

noun (uncountable (journeying by spacecraft)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ταξίδι με διαστημόπλοιο

noun (journey made by a spacecraft)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δημοσιογράφος που πληρώνεται με τη λέξη

noun (journalist paid by space filled)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διαστημικός περίπατος

noun (walk outside a spacecraft)

μη χρησιμοποιούμενες ραδιοσυχνότητες

noun (radio frequency)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κενός χώρος

noun (page layout: blank space) (σελίδας)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ανεκμετάλλευτη ευκαιρία

noun (slang (business: untapped opportunity)

ανοιχτός χώρος

noun (outdoor area without buildings)

ανοιχτός χώρος

noun (indoor unobstructed space)

χώρος εργασίας

noun (area used for work)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Professor Hawkins had a very cluttered work space, with piles of papers and books everywhere.

χώρος εργασίας

noun (area in which one works)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spaced στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του spaced

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.