Τι σημαίνει το divided στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης divided στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του divided στο Αγγλικά.

Η λέξη divided στο Αγγλικά σημαίνει διαιρεμένος, δια, διχασμένος, που διαφοροποιείται, χωρίζω, διαχωρίζω, χωρίζω κτ σε κτ, χωρίζω, διαιρώ, διαιρώ κτ με κτ, διαιρώ κτ διά κτ, διχάζω, διαιρώ, διαχωριστική γραμμή, διαιρώ, χωρίζομαι, διαρούμαι με, διάσπαση της προσοχής, αυτοκινητόδρομος με διαχωριστική νησίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης divided

διαιρεμένος

adjective (arithmetic: by a number)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
This divided pie chart will help students visualize fractions.

δια

adjective (arithmetic: by a number)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Twenty-seven divided by nine is three.
Είκοσι επτά δια εννέα μας κάνει τρία.

διχασμένος

adjective (figurative (opinion: by a subject)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The divided citizenry could not unite on any issue.
Οι διχασμένοι πολίτες δεν μπορούσαν να ενωθούν σε κανένα θέμα.

που διαφοροποιείται

adjective (figurative (opinion: by a subject)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The generations are divided by their taste in music, clothing, communication style, and almost everything else.
Οι γενιές διαφοροποιούνται ως προς τις προτιμήσεις τους στη μουσική, στα ρούχα, στον τρόπο επικοινωνίας, σχεδόν σε όλα.

χωρίζω, διαχωρίζω

transitive verb (separate, classify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher asked the children to divide the animals according to what they ate.
Ο δάσκαλος ζήτησε απ' τα παιδιά να χωρίσουν τα ζώα σύμφωνα με το τι τρώνε.

χωρίζω κτ σε κτ

(separate, classify)

Biologists divide insects into different orders.
Οι βιολόγοι χωρίζουν τα έντομα σε διαφορετικές τάξεις.

χωρίζω

transitive verb (share out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sift the flour then divide into three equal portions.
Κοσκινίστε το αλεύρι και μετά χωρίστε το σε τρία ίσα μέρη.

διαιρώ

transitive verb (often passive (number: find quotient)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We normally use long division to divide a decimal by a whole number.
Συνήθως χρησιμοποιούμε τον αλγόριθμο μακράς διαίρεσης για να διαιρέσουμε ένα δεκαδικό με έναν ακέραιο αριθμό.

διαιρώ κτ με κτ, διαιρώ κτ διά κτ

(often passive (number: find quotient)

Twelve divided by six is two.
Δώδεκα διά έξι ίσον δύο.

διχάζω

transitive verb (figurative (split)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Plans to build a supermarket on the outskirts of the town have divided opinion.
Τα σχέδια για το χτίσιμο ενός σούπερμαρκετ στα προάστια τις πόλης, έχουν διχάσει την κοινή γνώμη.

διαιρώ

transitive verb (figurative (disunite) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The safety of GM crops is a controversial subject that divides people.
Η ασφάλεια των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα που διχάζει τον κόσμο.

διαχωριστική γραμμή

noun (difference)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The divide between the rich and the poor is becoming wider.

διαιρώ

intransitive verb (mathematics: do division) (μαθηματικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This number game will help children learn to divide.

χωρίζομαι

intransitive verb (road, etc.: diverge) (δρόμος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Take the right fork when the road divides.

διαρούμαι με

(number: be divisible)

30 does not divide by 8.
Το 30 δεν διαιρείται με το 8.

διάσπαση της προσοχής

noun (multitasking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The study investigates the influence of divided attention on the performance of car drivers.

αυτοκινητόδρομος με διαχωριστική νησίδα

noun (two-way road divided by central strip)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The divided highway that runs through town was once known as 'Main Street'.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του divided στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του divided

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.