Τι σημαίνει το sparkling στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sparkling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sparkling στο Αγγλικά.

Η λέξη sparkling στο Αγγλικά σημαίνει λαμπερός, λαμπερός, λαμπρός, αεριούχος, ανθρακούχος, λάμπω, λαμπυρίζω, αστράφτω, λάμψη, λάμψη, σπίθα, σπιθίζω, λάμπω, αφρίζω, ανθρακούχο νερό, αφρώδης οίνος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sparkling

λαμπερός

adjective (giving off light)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ian looked up at the sparkling stars.
Ο Ίαν ανασήκωσε το βλέμμα του στα λαμπερά αστέρια.

λαμπερός, λαμπρός

adjective (figurative (brilliant) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Helen was known for her sparkling wit.
Η Χέλεν ήταν γνωστή για το σπινθηροβόλο πνεύμα της.

αεριούχος, ανθρακούχος

adjective (beverage: fizzy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Peter opened the bottle of champagne and poured the sparkling liquid into the glasses.
Ο Πήτερ άνοιξε το μπουκάλι της σαμπάνιας και έβαλε το αφρώδες υγρό στα ποτήρια.

λάμπω, λαμπυρίζω, αστράφτω

intransitive verb (light: reflecting)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The diamond of Patricia's engagement ring sparkled as it caught the light.
Το διαμάντι στο δαχτυλίδι αρραβώνων της Πατρίσια λαμπύριζε καθώς έπεφτε πάνω του το φως.

λάμψη

noun (shimmery quality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sparkle of Maggie's dress drew all eyes to her.
Η λάμψη του φορέματος της Μάγκυ τραβούσε όλα τα μάτια πάνω της.

λάμψη, σπίθα

noun (figurative (lively quality) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Adam has a certain sparkle; it's fun spending time with him.

σπιθίζω

intransitive verb (emit sparks continuously)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel threw the log on the fire where it spat and sparkled.

λάμπω

intransitive verb (figurative (person: shine) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Glenn was sparkling tonight; everyone was impressed by his wit.

αφρίζω

intransitive verb (effervesce, fizz)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The champagne was sparkling in the glasses.

ανθρακούχο νερό

noun (effervescent drinking water)

You can buy imported sparkling water in litre bottles.

αφρώδης οίνος

noun (wine with bubbles)

Only sparkling wines made in the Champagne region may be called "champagne". We had a light sparkling wine from the Asti region of Italy.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sparkling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sparkling

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.