Τι σημαίνει το spark στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spark στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spark στο Αγγλικά.

Η λέξη spark στο Αγγλικά σημαίνει σπίθα, σπινθήρας, ίχνος, λάμψη, έναυσμα, ηλεκτρολόγος, ασυρματιστής, σπινθηρίζω, πυροδοτώ, προκαλώ, πυροδοτώ, αστροπελέκι, κινώ το ενδιαφέρον, αναφλεκτήρας, μπριζώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spark

σπίθα

noun (fiery particle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The blaze was started by a spark from the fire.
Η πυρκαγιά ξεκίνησε από μια σπίθα από το τζάκι.

σπινθήρας

noun (electrical flash)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tony brought the two wires together, creating a spark.
Ο Τόνι ένωσε τα δύο καλώδια και δημιουργήθηκε ένας σπινθήρας.

ίχνος

noun (figurative (hint, trace) (με άρνηση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Natalie had never shown a spark of enthusiasm for John's hobby.
Η Νάταλι δεν έδειξε ποτέ ούτε ίχνος ενθουσιασμού για το χόμπι του Τζον.

λάμψη

noun (figurative (liveliness, enthusiasm) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tim has a spark about him, which makes it a pleasure to spend time with him.
Ο Τιμ έχει τέτοια ζωντάνια που είναι πολύ ευχάριστο να είσαι κοντά του.

έναυσμα

noun (figurative (thing that leads to [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The arrest of the protester was the spark that started a global movement.
Η σύλληψη του διαδηλωτή ήταν το έναυσμα που πυροδότησε το παγκόσμιο κίνημα.

ηλεκτρολόγος

noun (slang (electrician)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We need Sparks to come and rewire our faulty fuse box.

ασυρματιστής

noun (slang (ship's radio operator)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The ship's captain ordered Sparks to send out a Mayday.

σπινθηρίζω

intransitive verb (emit sparks)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The mechanic checked the engine to see if the plugs were sparking.
Ο μηχανικός έλεγξε τη μηχανή για να δει εάν σπινθήριζαν τα βύσματα.

πυροδοτώ

transitive verb (figurative (lead to) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police shooting sparked a riot.
Οι πυροβολισμοί της αστυνομίας πυροδότησαν την εξέγερση.

προκαλώ, πυροδοτώ

phrasal verb, transitive, separable (cause, provoke)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her comments sparked off a furious debate in the media.

αστροπελέκι

noun (UK, figurative, informal, often ironic (clever, quick-witted person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The new trainee kept getting everything muddled up - clearly, he was a bright spark!

κινώ το ενδιαφέρον

verbal expression (prompt curiosity or enthusiasm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναφλεκτήρας

noun (device that ignites an engine)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was nothing seriously wrong with the car – we just needed to change the spark plugs.

μπριζώνω

transitive verb (US, informal (inspire, animate) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new manager sparkplugged greater productivity among the sales team.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spark στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του spark

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.