Τι σημαίνει το stew στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stew στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stew στο Αγγλικά.

Η λέξη stew στο Αγγλικά σημαίνει βραστό, σιγοβράζω, σιγοβράζω, αναμμένα κάρβουνα, βράζω στο ζουμί μου, αγχώνομαι, παραβράζω, σούπα με μοσχαράκι, εκνευρισμένος, συγχυσμένος, νευριασμένος, μες στα νεύρα, μες στην τσίτα, αρνάκι ραγού, σούπα με ό,τι έχουμε πρόχειρο, λαγός στιφάδο, όπως έστρωσα θα κοιμηθώ, κατσαρόλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stew

βραστό

noun (slow-cooked dish)

Tom is making a stew for dinner.
Ο Τομ φτιάχνει βραστό για βραδινό.

σιγοβράζω

transitive verb (cook slowly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy stewed the beef until it was very tender.
Η Γουέντυ σιγόβρασε το μοσχάρι μέχρι που έγινε πολύ τρυφερό.

σιγοβράζω

intransitive verb (cook slowly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The meat was stewing in a pan on the stove.
Το κρέας σιγομαγειρευόταν σε ένα τηγάνι πάνω στο μάτι.

αναμμένα κάρβουνα

noun (anxious state) (μεταφορικά: κάθομαι σε)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rob gets himself into such a stew the night before an exam.

βράζω στο ζουμί μου

intransitive verb (figurative (be angry) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After arguing with her parents the teenager stormed off to her bedroom to stew alone.

αγχώνομαι

intransitive verb (figurative (be anxious)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you think the boss has a problem with your work, don't stew over it; go and talk to him and find out.

παραβράζω

transitive verb (tea: brew too long)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mrs Jones had stewed the tea again, but Rachel drank it politely, even though it tasted awful.

σούπα με μοσχαράκι

noun (dish: beef and vegetables)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After a hard day's work, Tom was overjoyed to have a beef stew waiting for him at home.

εκνευρισμένος, συγχυσμένος, νευριασμένος

adjective (agitated, flustered)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Agnes is always in a stew about something!

μες στα νεύρα, μες στην τσίτα

adverb (informal, figurative (agitated, flustered) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ben's worked himself into a stew over his meeting with the boss tomorrow.

αρνάκι ραγού

noun (casserole containing young sheep's meat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σούπα με ό,τι έχουμε πρόχειρο

noun (US, Can (mulligan stew)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λαγός στιφάδο

noun (slow-cooked dish of rabbit meat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The chef was making a rabbit stew.

όπως έστρωσα θα κοιμηθώ

verbal expression (informal, figurative (suffer consequences of actions) (μεταφορικά)

κατσαρόλα

noun (large cooking receptacle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stew στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.