Τι σημαίνει το sujo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sujo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sujo στο πορτογαλικά.

Η λέξη sujo στο πορτογαλικά σημαίνει βρόμικος, άπλυτος, βρωμιάρικος, βρώμικος, που δεν καθαρίστηκε, βρόμικος, αισχρός, βρώμικος, άθλιος, διεφθαρμένος, βρόμικα, βρώμικος, βρόμικος, βρόμικος, αντιαθλητικός, λερωμένος, λεκιασμένος, βρόμικος, ακάθαρτος, βρόμικος, ανατριχιαστικός, αηδιαστικός, αφρόντιστος, απεριποίητος, βρομερός, βρόμικος, ελεεινός, ρυπαρός, τρισάθλιος, βρόμικος, πενταβρώμικος, σιχαμερός, βρώμικος, βρομιάρικος, βρομερός, φαρδύς, βρόμικο, βρώμικο, φτηνό εστιατόριο, μαγειρείο, στέκι, φθαρμένος, χτύπημα κάτω από τη ζώνη, χτύπημα κάτω από τη μέση, σημάδι από μύγα, κηλίδα από μύγα, βρώμικα χρήματα, βρώμικα λεφτά, βρόμικο χρήμα, χαμαλοδουλειά, δύσκολη δουλειά, δύσκολη υπόθεση, κάνω τη βρόμικη δουλειά, καλυμένος από μελάνι, δίκαιος, σωστός, βρομοδουλειά, καταγώγιο, καταγώγι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sujo

βρόμικος

adjetivo (μη καθαρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As calças do menino estavam sujas porque ele estava brincando no chão.

άπλυτος

adjetivo (sem lavar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βρωμιάρικος, βρώμικος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν καθαρίστηκε

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρόμικος

adjetivo (obsceno) (μτφ: άσεμνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele gostava de contar piadas sujas.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Με προκαλούσε με πρόστυχες (or: χυδαίες) χειρονομίες.

αισχρός

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A mãe do Nate ameaçou lavar a boca dele com sabão quando o pegou usando palavras sujas.
Η μητέρα του Νέιτ απείλησε να πλύνει το στόμα του με σαπούνι όταν τον έπιασε να χρησιμοποιεί αισχρό λεξιλόγιο.

βρώμικος, άθλιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διεφθαρμένος

(figurado, informal)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Inspetores sujos levaram propinas para aprovar prédios sem segurança.
Οι διεφθαρμένοι επιθεωρητές έπαιρναν χρήματα για να εγκρίνουν μη ασφαλή κτίρια.

βρόμικα

advérbio (figurado: sem ética) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você viu o que ele fez? Ele joga sujo.
Είδες τι έκανε; Παίζει βρόμικα.

βρώμικος, βρόμικος

adjetivo (figurado: dinheiro desonesto) (μτφ: χρήμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βρόμικος

adjetivo (desagradável) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os novos funcionários têm que fazer o trabalho sujo.

αντιαθλητικός

adjetivo (desleal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Foi uma falta suja!

λερωμένος, λεκιασμένος

adjetivo (βρώμικος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Παρακαλώ, αφήστε τα λερωμένα στρωσίδια μαζεμένα πάνω στο κρεβάτι.

βρόμικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακάθαρτος, βρόμικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανατριχιαστικός

adjetivo (sórdido) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αηδιαστικός

(nojento, asqueroso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αφρόντιστος, απεριποίητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βρομερός, βρόμικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kyle vivia em um apartamento nojento na parte ruim da cidade.
Ο Κάιλ ζούσε σε ένα άθλιο διαμέρισμα στην κακή συνοικία της πόλης.

ελεεινός, ρυπαρός, τρισάθλιος

adjetivo (βρώμικος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι οικογένειες στον οικισμό ζουν σε ελεεινές συνθήκες.

βρόμικος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πενταβρώμικος, σιχαμερός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βρώμικος

adjetivo (literal, informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βρομιάρικος, βρομερός

adjetivo (lugar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φαρδύς

(roupas)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adoro usar roupas folgadas nos finais de semana.
Λατρεύω να φορώ άνετα ρούχα τα σαββατοκύριακα.

βρόμικο, βρώμικο

(ανεπίσημο, μεταφορικά)

Você come o melhor sanduíche da cidade naquela espelunca na beira da estrada.

φτηνό εστιατόριο, μαγειρείο

substantivo masculino (gíria, restaurante barato e sem higiene) (ΗΠΑ,αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στέκι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A gente ficou no bar até às 11 ontem à noite.
Ήμασταν στο στέκι μας μέχρι τις 11 χθες το βράδυ.

φθαρμένος

locução adjetiva (για προϊόντα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χτύπημα κάτω από τη ζώνη, χτύπημα κάτω από τη μέση

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Falar dos problemas do passado dele foi golpe baixo.
Η αναφορά σου στα παλιά προβλήματά του ήταν φθηνή επίθεση (or: άνανδρη επίθεση).

σημάδι από μύγα, κηλίδα από μύγα

substantivo masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βρώμικα χρήματα, βρώμικα λεφτά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρόμικο χρήμα

(μεταφορικά)

Οι εγκληματίες χρησιμοποίησαν διάφορες εικονικές επιχειρήσεις, για να ξεπλύνουν το βρόμικο χρήμα τους.

χαμαλοδουλειά

(tarefa desagradável) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δύσκολη δουλειά, δύσκολη υπόθεση

(tarefa difícil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω τη βρόμικη δουλειά

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλυμένος από μελάνι

(κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δίκαιος, σωστός

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βρομοδουλειά

(ação imoral ou ilegal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Το αφεντικό της συμμορίας προσέλαβε μερικούς τραμπούκους, για να κάνουν τις βρομοδουλειές του.

καταγώγιο, καταγώγι

(bar grosseiro, tosco) (αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Por que você me pediu para encontrá-lo neste bar? É um botequim de quinta categoria!

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sujo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.