Τι σημαίνει το sweat στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sweat στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sweat στο Αγγλικά.

Η λέξη sweat στο Αγγλικά σημαίνει ιδρώνω, ιδρώτας, ιδρώτας, φόρμα, ιδρώνω, σκάω για κτ, σωτάρω, σοτάρω, ιδρώνω για να χάσω κτ, περιμένω με αγωνία, αποβάλλω με τον ιδρώτα, ιδρώνω για να κάνω κτ, σταγόνες ιδρώτα, κρύος ιδρώτας, με λούζει κρύος ιδρώτας, με λούζει κρύος ιδρώτας όταν σκέφτομαι κτ, ιδρώνω, με λούζει κρύος ιδρώτας, Μη σκας!, χύνω ιδρώτα, φτύνω αίμα, χύνω αίμα, ιδρωτοποιός αδένας, περιμένω με ανυπομονησία, περιμένω με αγωνία, φόρμα, εργοστάσιο με πολύ χαμηλούς μισθούς, φόρμα, ιδρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sweat

ιδρώνω

intransitive verb (perspire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Karen was sweating after her run.
Η Κάρεν ίδρωνε μετά το τρέξιμο.

ιδρώτας

noun (perspiration)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The workman took out his handkerchief and wiped the sweat from his brow.
Ο εργάτης έβγαλε το μαντήλι του και σκούπισε τον ιδρώτα από το φρύδι του.

ιδρώτας

noun (figurative (hard work) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
After years of sweat and toil, Imogen finally completed the project.
Μετά από χρόνια κόπου και μόχθου η Ίμοτζεν επιτέλους ολοκλήρωσε το έργο.

φόρμα

plural noun (US, informal (sweatshirts, sweatpants)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Veronica put on her sweats and started her workout.
Η Βερόνικα έβαλε τη φόρμα τις και ξεκίνησε τη γυμναστική της.

ιδρώνω

intransitive verb (figurative (work hard, toil) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Some students found the work easy, but not Nathan; he had to sweat.

σκάω για κτ

transitive verb (informal, figurative (worry about) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Don't sweat the small stuff.

σωτάρω, σοτάρω

transitive verb (cookery)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ιδρώνω για να χάσω κτ

phrasal verb, transitive, separable (informal (weight: lose by exercising)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the holiday season I'm going to need to sweat off a few kilos at the gym.
Μετά το καλοκαίρι θα πρέπει να ιδρώσω στο γυμναστήριο για να χάσω μερικά κιλά.

περιμένω με αγωνία

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (wait anxiously)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sweating out the results is often more difficult than taking the test itself.

αποβάλλω με τον ιδρώτα

phrasal verb, transitive, separable (fever: get rid of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Using a steam room or sweat lodge helps one to sweat out accumulated toxins.

ιδρώνω για να κάνω κτ

phrasal verb, transitive, separable (work hard on) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Wendy sweated over that essay, so I'm sure it must be good.

σταγόνες ιδρώτα

plural noun (perspiration)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρύος ιδρώτας

noun (from fear, illness)

με λούζει κρύος ιδρώτας

verbal expression (figurative, informal (worry) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Zoe is a very calm person who seldom gets in a sweat.

με λούζει κρύος ιδρώτας όταν σκέφτομαι κτ

verbal expression (figurative, informal (worry) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mia got in a sweat about her assignment because she thought she wouldn't finish it on time.

ιδρώνω

adjective (perspiring)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lily was in a sweat after running to catch the bus.

με λούζει κρύος ιδρώτας

adjective (figurative, informal (panicking) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The coach is in a sweat because several of his players are injured.

Μη σκας!

interjection (slang (expressing that [sth] is easy) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No sweat, John, we can just hide the broken glass under the sofa.

χύνω ιδρώτα

verbal expression (informal (perspire heavily)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτύνω αίμα, χύνω αίμα

verbal expression (figurative, informal (work extremely hard)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I sweat blood for that woman - I don't know what more she could expect.

ιδρωτοποιός αδένας

noun (organ that secretes perspiration)

Sweat glands are important for controlling body temperature.

περιμένω με ανυπομονησία, περιμένω με αγωνία

verbal expression (informal, figurative (wait tensely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There was nothing to do but sweat it out till the jury returned with its verdict. We'll have to sweat it out until the election returns come in.

φόρμα

plural noun (US (tracksuit trousers) (παντελόνι γυμνατικής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εργοστάσιο με πολύ χαμηλούς μισθούς

noun (informal, figurative, pejorative (factory that exploits workers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A lot of immigrants work in sweatshops, sewing garments.

φόρμα

noun (outfit worn for sport) (παντελόνι και ζακέτα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιδρώνω

verbal expression (perspire from activity)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sweat στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sweat

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.