Τι σημαίνει το surface στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης surface στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του surface στο Αγγλικά.

Η λέξη surface στο Αγγλικά σημαίνει επιφάνεια, επιφάνεια, επιφάνεια, επιφάνεια, βγαίνω στην επιφάνεια, βγαίνω στην επιφάνεια, επιφανειακός, επιφανειακός, σηκώνομαι, περνάω, περνώ, περνάω κτ με κτ, αέρος-εδάφους, με την πρώτη ματιά, τραχιά, άγρια, ανώμαλη επιφάνεια, τραχιά, άγρια, ανώμαλη επιφάνεια, εξετάζω επιφανειακά, λεία επιφάνεια, φινίρισμα επιφάνειας, ταχυδρομική αποστολή με μέσα επιφανείας, ταχυδρομείο που αποστέλλεται με μέσα επιφανείας, επιφανειακή τάση, εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέρος, εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέρος, εδάφους-εδάφους, εδάφους-εδάφους, κάτω από την επιφάνεια, επιφάνεια εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης surface

επιφάνεια

noun (outer side)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The surface of the box was smooth and Tim couldn't see where it opened.
Η επιφάνεια του κουτιού ήταν λεία και ο Τιμ δεν μπορούσε να καταλάβει από πού άνοιγε.

επιφάνεια

noun (figurative (appearance) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
To judge by the surface, you would think Helen didn't have a care in the world.
Κρίνοντας από την επιφάνεια, θα σκεφτόταν κανείς ότι η 'Ελεν δεν είχε καμία απολύτως έγνοια.

επιφάνεια

noun (water: upper level)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The little girl sent the stone skimming along the river's surface.
Το κοριτσάκι έκανε ψαράκια με την πέτρα στην επιφάνεια του ποταμού.

επιφάνεια

noun (land: upper level)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some truly amazing people have walked the surface of this planet.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μέχρι στιγμής κανείς άνθρωπος δεν έχει πατήσει την επιφάνεια του πλανήτη Άρη.

βγαίνω στην επιφάνεια

intransitive verb (come to the surface)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The ball disappeared into the lake, then surfaced a few moments later.
Η μπάλα εξαφανίστηκε μέσα στη λίμνη κι έπειτα βγήκε στην επιφάνεια λίγα λεπτά αργότερα.

βγαίνω στην επιφάνεια

intransitive verb (figurative (emerge) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ned thought he had fixed all the problems with the program, but new ones kept surfacing.
Ο Νεντ πίστευε ότι διόρθωσε όλα τα προβλήματα με το πρόγραμμα, αλλά συνεχώς προέκυπταν νέα.

επιφανειακός

adjective (outer)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The surface appearance of this product is very attractive.

επιφανειακός

adjective (figurative (superficial, apparent) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Surface appearances would lead you to believe Tom and Barbara's marriage is very happy, but they argue all the time behind closed doors.

σηκώνομαι

intransitive verb (figurative, informal (get out of bed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's midday and Eugene hasn't surfaced yet.

περνάω, περνώ

transitive verb (cover, coat) (λεπτή στρώση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melanie got out some varnish, ready to surface the old table.

περνάω κτ με κτ

(cover, coat with [sth]) (λεπτή στρώση)

Oliver surfaced the bookcase with a glossy finish.

αέρος-εδάφους

adjective (weapon: aircraft to land, sea)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

με την πρώτη ματιά

expression (to all appearances)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
On the surface, it seemed like a good idea, but when Josh looked into it further, he realised it would never work.
Με την πρώτη ματιά φαινόταν καλή ιδέα, αλλά όταν ο Τζος το εξέτασε παραπάνω, συνειδητοποίησε πως δεν θα έπιανε ποτέ.

τραχιά, άγρια, ανώμαλη επιφάνεια

noun (uneven or bumpy texture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rough surface of the old wooden table caught a thread from her silk blouse.

τραχιά, άγρια, ανώμαλη επιφάνεια

noun (abrasive texture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tiles used on the bathroom and kitchen floors should have a rough service.

εξετάζω επιφανειακά

verbal expression (figurative (examine superficially)

The author never manages more than to scratch the surface of life.

λεία επιφάνεια

noun (silky, even texture)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Apples have a much smoother surface than oranges do.

φινίρισμα επιφάνειας

noun (texture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταχυδρομική αποστολή με μέσα επιφανείας

noun (postal system by ground)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ταχυδρομείο που αποστέλλεται με μέσα επιφανείας

noun ([sth] sent by ground mail) (αλληλογραφία ή δέμα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επιφανειακή τάση

noun (liquid: surface force)

Spiders can walk on water because of surface tension.

εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέρος

adjective (able to go from the ground into the air)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέρος

adverb (from the ground into the air)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

εδάφους-εδάφους

adjective (able to go from a ground spot to another) (πύραυλος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εδάφους-εδάφους

adverb (from a ground spot to another) (για εκτόξευση πυραύλου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάτω από την επιφάνεια

adverb (beneath the top layer)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She maintains a calm exterior but harbors a lot of anger just under the surface.

επιφάνεια εργασίας

noun (flat space)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του surface στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του surface

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.