Τι σημαίνει το sworn στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sworn στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sworn στο Αγγλικά.

Η λέξη sworn στο Αγγλικά σημαίνει ορκισμένος, που έχει δεσμευτεί με όρκο, πιστός, ορκίζομαι, ορκίζομαι, ορκίζομαι, ορκίζομαι, βρίζω, βρίζω, υπογεγραμμένο και επικυρωμένο, ορκωτός συμβολαιογράφος, ορκωτό προσωπικό, ένορκη βεβαίωση, ένορκη κατάθεση, ορκωτός μεταφραστής, ορκωτή μεταφράστρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sworn

ορκισμένος

adjective (enmity: perpetual, determined)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
You'll never get Jeremy and David to talk to each other; those two are sworn foes.
Ποτέ δεν θα καταφέρεις να πείσεις τον Τζέρεμι και τον Ντέιβιντ να μιλήσουν ο ένας στον άλλο· είναι ορκισμένοι εχθροί.

που έχει δεσμευτεί με όρκο

adjective (bound by oath)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The priest considered himself sworn to God. Those politicians are elected and sworn officials.
Ο ιερέας θεωρούσε ότι είχε δεσμευτεί με όρκο απέναντι στον Θεό. Οι πολιτικοί είναι εκλεγμένοι και ορκωτοί αξιωματούχοι.

πιστός

adjective (friendship: loyal, devoted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your mother and I have been sworn friends since childhood.

ορκίζομαι

verbal expression (legal: say under oath)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I swear to tell the truth, the whole truth, and nothing but the truth.
Ορκίζομαι ότι θα πω την αλήθεια, όλη την αλήθεια και τίποτα άλλο παρά μόνο την αλήθεια.

ορκίζομαι

verbal expression (promise solemnly to) (ότι/πως θα κάνω κτ, να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I swear to do my best to stay out of trouble.
Ορκίζομαι ότι θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να μείνω μακριά από μπελάδες.

ορκίζομαι

intransitive verb (promise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll never do that again; I swear!
Δεν θα το ξανακάνω. Το υπόσχομαι!

ορκίζομαι

transitive verb (with clause: promise) (ότι/πως/να)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When he woke up with a hangover, Glenn swore he'd never drink again.
Όταν ξύπνησε με χάνγκοβερ, ο Γκλεν ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναπιεί ποτέ.

βρίζω

intransitive verb (use obscene words)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's rude to swear.
Είναι αγένεια να βρίζεις.

βρίζω

(use bad language towards, curse at)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Children should not swear at their parents.
Τα παιδιά δεν πρέπει να μιλούν άσχημα στους γονείς τους.

υπογεγραμμένο και επικυρωμένο

adjective (legal document: made official)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ορκωτός συμβολαιογράφος

noun (clerk for a court of law)

ορκωτό προσωπικό

noun (also npl (personnel working in a court of law)

ένορκη βεβαίωση

noun ([sth] said under oath)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
According to her sworn statement, she was not in the house at the time of the murder.

ένορκη κατάθεση

noun (evidence given under oath)

ορκωτός μεταφραστής, ορκωτή μεταφράστρια

noun ([sb] who translates for a court of law)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sworn στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sworn

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.