Τι σημαίνει το taper στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης taper στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του taper στο Γαλλικά.

Η λέξη taper στο Γαλλικά σημαίνει δακτυλογραφώ, κρατάω το ρυθμό, πατάω, δακτυλογραφώ, χτυπάω, χτυπώ, καίω, κτυπώ, χτυπώ, δακτυλογραφώ, κοπανώ, χτυπάω, χτυπώ, χαϊδεύω, χτυπάω ελαφρά, χτυπώ ελαφρά, χτυπάω δυνατά, παίζω δυνατά, δακτυλογραφώ, πληκτρολογώ, γράφω, πληκτρολόγηση, δακτυλογράφηση, χαστουκίζω, σφαλιαρίζω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, πληκτρολογώ, χτυπάω κτ για να αφρατέψει, χτυπάω, δακτυλογραφώ, κοπανάω, βαράω, βαρώ, αφρατεύω, χτυπάω, χτυπώ, κτυπάω, κτυπώ, σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ, το κόβω με τα πόδια, ξαναπληκτρολογώ, τσατίζω, νευριάζω, τη δίνω σε κπ, τη σπάω σε κπ, περπατώ, ενοχλώ, πειράζω, ξεκαρδιστικός, μπλα-μπλα, κόλλα το, τυφλό σύστημα, γράψιμο στη γραφομηχανή, χρήση γραφομηχανής, τυφλό σύστημα πληκτρολόγησης, χαιρετισμός με τον αγκώνα, κάνω τη βρόμικη δουλειά, του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα, μου πέφτει ο κλήρος να κάνω κτ, το πετυχαίνω, γίνομαι ρόμπα, πλακώνομαι, διευθύνω με το μαστίγιο, σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού, διαμαρτύρομαι, πατάω πόδι, εμφανίζομαι σε πάρτυ ακάλεστος, πετυχαίνω, ενοχλώ κάποιον, χειροκροτάω, χειροκροτώ, ψιλοκουβεντιάζω, δακτυλογραφώ, πληκτρολογώ χωρίς να κοιτάζω το πληκτρολόγιο, πηδιέμαι, γαμιέμαι, γκουγκλάρω, χτυπάω παλαμάκια με το ρυθμό, φορτώνομαι, κοπανάω, βαράω, βαρώ, υπομένω, χτύπημα των χεριών, πατάω πόδι, ανακατεύομαι, παρεμβαίνω, χαιρετάω με τον αγκώνα, χαιρετώ με τον αγκώνα, γαμάω, γαμώ, χειροκροτώ, ζητιανεύω κτ από κπ, τσιμπάω, εκνευρίζω, ενοχλώ, νευριάζω, ρυθμικό χειροκρότημα, πλευρίζω κπ για κτ, πλευρίζω κπ για κτ, κλωτσάω, κλωτσώ, χαιρετάω κπ με τον αγκώνα, χαιρετώ κπ με τον αγκώνα, ζητάω κτ από κπ, νευριάζω, εκνευρίζω, εκνευρίζω, πηδάω, γαμάω, κάνω τράκα, χτυπάω, χτυπώ, μεταπηδώ σε κτ, καταφέρνω πολύ καλά, πηδάω, κάνω τράκα κτ από κπ, ενοχλώ, εκνευρίζω, νευριάζω, χτυπάω το πόδι μου, πηδάω, παίρνω, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, ρίχνω, πηγαίνω απρόσκλητος, πηδάω, παίρνω, χτυπάω, χτυπώ, κλωτσάω με τα δάχτυλα, τον μπήγω σε κπ, τον φοράω σε κπ, τον χώνω σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης taper

δακτυλογραφώ

(machine à écrire, ordinateur) (έμφαση στο είδος γραφής)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il va falloir qu'on tape la dissertation.
Θα πρέπει να δακτυλογραφήσουμε την εργασία.

κρατάω το ρυθμό

verbe transitif indirect (des pieds) (με πόδι, χέρι κλπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La musique a commencé et bientôt, tout le monde s'est mis à taper des pieds.
Η μουσική άρχισε και σύντομα όλοι χτυπούσαν ρυθμικά τα πόδια τους.

πατάω

(des mots...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δακτυλογραφώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
M. Jones n'a jamais appris à taper à l'ordinateur.
Ο κ. Τζόουνς δεν έμαθε ποτέ να δακτυλογραφεί.

χτυπάω, χτυπώ

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucy a tapé à la porte et a attendu qu'on lui réponde.
Η Λούσι χτύπησε την πόρτα και περίμενε να της απαντήσουν.

καίω

(soleil) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le soleil nous tapait dans le dos.
Ο ήλιος έκαιγε τις πλάτες μας.

κτυπώ, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le jeune batteur tapait sur sa batterie, tout en rêvant d'être un batteur de rock célèbre.

δακτυλογραφώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a tapé le dernier chapitre de son roman en un temps record.

κοπανώ

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il tape un rythme sur une caisse en bois.

χτυπάω, χτυπώ

verbe intransitif (sur un clavier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La secrétaire tapait à toute vitesse sur son clavier, espérant terminer le rapport à temps pour le poster.

χαϊδεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'oncle d'Isabelle lui tapa sous le menton.

χτυπάω ελαφρά, χτυπώ ελαφρά

verbe transitif

Le vieil homme m'a tapé l'épaule pour me saluer.

χτυπάω δυνατά, παίζω δυνατά

verbe intransitif

Mon voisin est un fervent joueur de tambour : je l'entends taper jour et nuit.

δακτυλογραφώ

verbe transitif (à la machine, à l'ordinateur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George tapa (or: écrivit) un e-mail à son patron.

πληκτρολογώ

verbe transitif (un texte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράφω

verbe transitif (un texte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry a rapidement tapé une ébauche du texte de sa présentation.

πληκτρολόγηση, δακτυλογράφηση

(διαδικασία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαστουκίζω, σφαλιαρίζω

(une personne) (συνήθως στο πρόσωπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lorsqu'un inconnu a pincé les fesses de Wendy, celle-ci s'est retournée et l'a giflé.
Όταν ένας άγνωστος τσίμπησε τον ποπό της Γουέντυ, εκείνη γύρισε και τον χτύπησε στο πρόσωπο.

χτυπάω, χτυπώ

(une personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rhonda tapait le derrière de son fils lorsqu'il disait des gros mots.

χτυπάω, χτυπώ

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Larry a frappé à la porte.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Να χτυπήσεις συνθηματικά τρεις φορές για να ξέρω ότι είσαι εσύ.

πληκτρολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Entrez votre nom et adresse e-mail dans le formulaire d'inscription en ligne.

χτυπάω κτ για να αφρατέψει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δακτυλογραφώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοπανάω, βαράω, βαρώ

verbe transitif ([qqn] d'autre) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je l'ai tapée sans faire exprès avec mon parapluie. // Hé ! Tu viens de me taper sur la tête avec cette caisse !

αφρατεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ, κτυπάω, κτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Τζέσικα χτύπησε την πόρτα πριν μπει μέσα.

σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry s'est approché de Catherine et lui a tapoté sur l'épaule.
Ο Χάρι πλησίασε την Κάθριν και την άγγιξε στον ώμο.

το κόβω με τα πόδια

(ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναπληκτρολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσατίζω, νευριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il m'énerve à me parler comme à un abruti.

τη δίνω σε κπ, τη σπάω σε κπ

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το αδιάκοπο σφύριγμά του πραγματικά μου τη δίνει στα νεύρα.

περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La voiture est tombée en panne, on va devoir marcher.

ενοχλώ, πειράζω

(un peu familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'essaie de me concentrer, arrête de m'embêter.

ξεκαρδιστικός

(un peu familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπλα-μπλα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόλλα το

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Τα πήγες σπουδαία στο γήπεδο! Κόλλα το!

τυφλό σύστημα

verbe intransitif (μτφ: δακτυλογράφηση)

γράψιμο στη γραφομηχανή, χρήση γραφομηχανής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τυφλό σύστημα πληκτρολόγησης

locution verbale (informatique, clavier)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χαιρετισμός με τον αγκώνα

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κάνω τη βρόμικη δουλειά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle n'avait plus de serviteurs pour faire le sale boulot pour elle.

του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το γεγονός ότι ο άντρας της γκρίνιαζε όλη την ώρα είχε αρχίσει να τη δίνει στην Όλγα.

μου πέφτει ο κλήρος να κάνω κτ

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ma sœur est allée faire les courses avec son amie et je me suis retrouvée coincée avec la garde de ses deux jeunes enfants.
Η αδερφή μου πήγε για ψώνια με τη φίλη της και εγώ ξέμεινα να κάνω μπέιμπι σίτινγκ στα δυο μικρά παιδιά της.

το πετυχαίνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Russell a vu juste (or: a tapé dans le mille) avec son commentaire.

γίνομαι ρόμπα

(αργκό, μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Jim s'est ridiculisé en allant travailler avec deux chaussettes de couleurs différentes.

πλακώνομαι

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι ομάδες χόκεϊ πλακώθηκαν για τα καλά χτες το βράδυ. Μερικά από τα παιδιά γύρισαν σπίτι με λιγότερα δόντια.

διευθύνω με το μαστίγιο

locution verbale (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tes employés fainéants ne changeront jamais si tu ne tapes pas du poing sur la table.
Οι τεμπέληδες υπάλληλοί σου δε θα αλλάξουν ποτέ, εκτός αν αρχίσεις να τους διευθύνεις με το μαστίγιο.

σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού

(énerver) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les pleurs constants du bébé rendaient James fou.

διαμαρτύρομαι, πατάω πόδι

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εμφανίζομαι σε πάρτυ ακάλεστος

verbe pronominal (familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les vandales ont décidé de se taper l'incruste à une fête et de foutre le bazar.
Οι χούλιγκαν αποφάσισαν να εμφανιστούν στο πάρτυ ακάλεστοι και να κάνουν φασαρία.

πετυχαίνω

locution verbale (familier) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενοχλώ κάποιον

(vieilli, familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χειροκροτάω, χειροκροτώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La foule a applaudi très fort à l'arrivée du groupe.
Το κοινό χειροκρότησε δυνατά όταν ανέβηκε στη σκηνή η μπάντα.

ψιλοκουβεντιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δακτυλογραφώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πληκτρολογώ χωρίς να κοιτάζω το πληκτρολόγιο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηδιέμαι, γαμιέμαι

(familier) (χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je me suis envoyé en l'air pour la première cette année.
Χτες το βράδυ πηδήχτηκα για πρώτη φορά μετά από έναν χρόνο.

γκουγκλάρω

(®) (καθομ, εμπορικό σήμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω παλαμάκια με το ρυθμό

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les enfants tapaient dans leurs mains en rythme avec la musique.

φορτώνομαι

verbe pronominal (familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est toujours moi qui me tape les sales boulots.

κοπανάω, βαράω, βαρώ

verbe pronominal (partie de son corps) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aïe ! Je viens de me cogner le coude sur le coin de la table.

υπομένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτύπημα των χεριών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le fermier appela son chien en tapant une fois dans ses mains.
Ο αγρότης φώναξε τον σκύλο του με ένα χτύπημα των χεριών.

πατάω πόδι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανακατεύομαι, παρεμβαίνω

(συζήτηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous parlions du mariage quand ton frère s'est immiscé dans la conversation.
Μιλούσαμε για τον γάμο όταν πετάχτηκε ο αδελφός σου.

χαιρετάω με τον αγκώνα, χαιρετώ με τον αγκώνα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γαμάω, γαμώ

(vulgaire) (χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally a murmuré à l'oreille de Harry qu'elle avait très envie qu'il la baise (or: nique).
Η Σάλι ψιθύρισε στο αυτή του Χάρυ ότι θα ήθελε πολύ να την πηδήξει.

χειροκροτώ

locution verbale (ως επιδοκιμασία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ζητιανεύω κτ από κπ

(familier : de l'argent, une cigarette) (ανεπίσημο)

τσιμπάω

(familier) (ανεπίσημο, μεταφορικά: κτ από κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trevor a taxé quelques dollars à son pote pour pouvoir s'acheter de la glace.

εκνευρίζω, ενοχλώ, νευριάζω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette histoire commence à me taper sur le système (or: taper sur les nerfs).

ρυθμικό χειροκρότημα

πλευρίζω κπ για κτ, πλευρίζω κπ για κτ

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fais attention à Ralph, il taxe de l'argent à tout le monde.
Να προσέχεις τον Ραλφ, πάντοτε πλευρίζει τους άλλους για χρήματα.

κλωτσάω, κλωτσώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Halley a tapé dans le ballon depuis le milieu de terrain.
Ο Χάλεϊ κλώτσησε την μπάλα μέχρι τη μέση του γηπέδου.

χαιρετάω κπ με τον αγκώνα, χαιρετώ κπ με τον αγκώνα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζητάω κτ από κπ

(familier)

νευριάζω, εκνευρίζω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les nouvelles régulations aériennes m'ont vraiment tapé sur le système.
Οι νέοι αεροπορικοί κανονισμοί με εκνεύρισαν πραγματικά.

εκνευρίζω

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Au bout d'un moment, la voix geignarde de Laura commença à irriter Hanna. Les fautes de grammaire m'agacent.
Η λάθος χρήση της γραμματικής πραγματικά μου σπάει τα νεύρα.

πηδάω, γαμάω

(familier) (χυδαίο, αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apparemment, Linda s'envoie en l'air avec Rick.

κάνω τράκα

(familier) (αργκό: συνήθως τσιγάρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je peux te taper une clope ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κατέβασα το παράθυρο του αυτοκινήτου μου και ένας άνδρας με ρώτησε αν μπορούσε να κάνει τράκα μια κούρσα.

χτυπάω, χτυπώ

(une personne) (κάτι/κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταπηδώ σε κτ

(αλλάζω χώρο)

Le groupe de rap Run-DMC fut l'un des premiers à faire une percée sur la scène rock.
Οι Run DMC ήταν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα της ραπ που επεκτάθηκε και στα τσαρτ της ροκ.

καταφέρνω πολύ καλά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le gymnaste a parfaitement réussi sa sortie.
Ο αθλητής της ενόργανης έσκισε στο κατέβασμα.

πηδάω

(familier) (αργκό, μτφ, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il baise tout ce qu'il voit.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο σκύλος πηδούσε το πόδι του ιδιοκτήτη του.

κάνω τράκα κτ από κπ

(familier) (αργκό: συνήθως τσιγάρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Brad taxe sans arrêt des clopes à ses potes.
Ο Μπραντ πάντα κάνει τράκα τσιγάρα από τους φίλους του.

ενοχλώ, εκνευρίζω, νευριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ne fais pas ça, tu sais que ça m'agace !
Μην το κάνεις αυτό· ξέρεις ότι με ενοχλεί!

χτυπάω το πόδι μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le petit garçon a tapé du pied pour montrer son impatience.
Το μικρό αγόρι χτύπησε το πόδι του για να δείξει την ανυπομονησία του.

πηδάω, παίρνω

(très familier, vulgaire) (καθομ, προσβλητικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben a baisé cette fille qu'il a ramenée du club.
Ο Μπεν πήδηξε εκείνο το κορίτσι που έφερε σπίτι από το κλαμπ.

βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ

(à une porte) (κάτι, σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω

verbe pronominal (vulgaire) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il peut essayer de se la faire, mais il n'y arrivera pas.

πηγαίνω απρόσκλητος

(argot) (κάπου αλλού)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce type n'était pas invité. Il s'est tapé l'incruste.
Ο τύπος δεν ήταν καλεσμένος. Απλά ήρθε απρόσκλητος.

πηδάω

(vulgaire) (μεταφορικά, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les amis de Neil en avaient marre de l'écouter parler des filles qu'il voudrait baiser (or: niquer).

παίρνω

(vulgaire) (καθομ, πιθανά προσβλ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Patrick se vantait d'avoir baisé une vingtaine de filles, mais personne ne le croyait.

χτυπάω, χτυπώ

(μικροτραυματισμός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Une balle de base-ball a légèrement tapé l'épaule de Tina à l'entraînement.

κλωτσάω με τα δάχτυλα

verbe transitif (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jessica a tapé le ballon du bout du pied et l'a envoyé à l'autre bout de la pelouse.

τον μπήγω σε κπ, τον φοράω σε κπ, τον χώνω σε κπ

(vulgaire) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu crois que Barry baise sa nouvelle assistante ?

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του taper στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.