Τι σημαίνει το tôt στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tôt στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tôt στο Γαλλικά.

Η λέξη tôt στο Γαλλικά σημαίνει νωρίς, νωρίς, νωρίτερα, νωρίς, νωρίς, έγκαιρα, νωρίς, σύντομα, έξαρση, πρόωρα, πρώιμα, αυτός που ξυπνάει νωρίς το πρωί, το νωρίτερο, που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί, πρωί-πρωί, έγκαιρος, νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα, πιο νωρίς, αργά ή γρήγορα, νωρίς το πρωί, έγκαιρα, νωρίς, νωρίτερα, πριν το καταλάβω, πριν καλά καλά το καταλάβω, το νωρίτερο, το συντομότερο, πόσο σύντομα, τόσο νωρίς, πριν από, και πολύ άργησε, όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα, είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα, το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι, κλείσιμο μαγαζιού νωρίτερα από το συνηθισμένο, νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία, πρωινό ξεκίνημα, όταν κλείνουν νωρίς τα μαγαζιά, νωρίτερα, συντομότερα, πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα, πριν από δύο ημέρες, πόσο σύντομα, πόσο γρήγορα, καιρός είναι, ξεκινάω νωρίς, αυτός που φτάνει πάντα πρώτος, το νωρίτερο, μεγαλώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tôt

νωρίς

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je me lève tôt le matin.
Σηκώνομαι νωρίς το πρωί.

νωρίς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le journal arrive tôt le matin.
Η εφημερίδα φτάνει νωρίς το πρωί.

νωρίτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
S'il te plaît, viens aussi vite que possible. On a besoin de toi.
Σε παρακαλώ έλα το συντομότερο δυνατόν.

νωρίς

(πρωτύτερα από συνήθως)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pour une fois, je suis arrivée au travail en avance aujourd'hui !
Σήμερα έφθασα νωρίς στη δουλειά, έτσι για αλλαγή!

νωρίς, έγκαιρα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

νωρίς

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tôt dans ma vie, j'ai été un athlète incroyable.

σύντομα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quand peux-tu arriver au plus tôt ?
Πόσο γρήγορα μπορείς να είσαι εδώ;

έξαρση

adverbe

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les fleurs printanières sont apparues prématurément cette année.

πρόωρα, πρώιμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτός που ξυπνάει νωρίς το πρωί

nom masculin et féminin invariable

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peut-être que c'était un lève-tôt parce qu'il avait grandi dans une ferme.

το νωρίτερο

locution adjectivale

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le rendez-vous le plus tôt que je puisse vous proposer avec le médecin est 8 h 30.

που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Θέλεις να σου δώσω χρήματα; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.

πρωί-πρωί

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Partons de bon matin pour avoir fini avant qu'il ne fasse chaud.

έγκαιρος

adverbe

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est trop tôt pour dire si l'opération est un succès ou non.

πιο νωρίς

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Y a-t-il un moyen pour que tu puisses me retrouver plus tôt ?
Υπάρχει τρόπος να συναντηθούμε νωρίτερα;

αργά ή γρήγορα

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il ne m'a pas encore rappelée mais je sais que, tôt ou tard, il me donnera de ses nouvelles.

νωρίς το πρωί

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

έγκαιρα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il faut arriver suffisamment tôt au théâtre pour espérer avoir une place au premier rang.

νωρίς, νωρίτερα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quand j'arrive au travail trop tôt, je dois attendre qu'ils ouvrent les portes. Tu as retiré le gâteau du four trop tôt.

πριν το καταλάβω, πριν καλά καλά το καταλάβω

adverbe (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το νωρίτερο, το συντομότερο

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πόσο σύντομα

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand pourrai-je voir le médecin au plus tôt ?

τόσο νωρίς

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Je n'ai pas l'habitude de me réveiller si tôt le dimanche.

πριν από

préposition

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le train est arrivé plus tôt que prévu.

και πολύ άργησε

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On dirait que le printemps est enfin arrivé et c'est pas trop tôt !

όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι

(αγγλισμός, γλωσσικά αποδεκτός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλείσιμο μαγαζιού νωρίτερα από το συνηθισμένο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mon fils a commencé à lire à un âge précoce : à 3 ans, si je me souviens bien.

πρωινό ξεκίνημα

verbe intransitif

Je vais me coucher maintenant comme je dois partit tôt demain.

όταν κλείνουν νωρίς τα μαγαζιά

(jour)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Στην πόλη μου τα μαγαζιά κλείνουν νωρίς τις Τετάρτες.

νωρίτερα, συντομότερα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous arriverons plus tôt si nous partons maintenant et évitons la circulation.
Θα φτάσουμε νωρίτερα αν φύγουμε τώρα και αποφύγουμε την κίνηση.

πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je suis arrivé trop tôt et j'ai dû attendre qu'ils ouvrent le magasin.

πριν από δύο ημέρες

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πόσο σύντομα, πόσο γρήγορα

conjonction

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je veux savoir quand il peut arriver au plus tôt.

καιρός είναι

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
- Je vais postuler à un emploi. - C'est pas trop tôt !
«Θα κάνω μια αίτηση εργασίας». «Καιρός ήταν!»

ξεκινάω νωρίς

Je suis allé au travail à huit heures pour pouvoir commencer plus tôt.

αυτός που φτάνει πάντα πρώτος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το νωρίτερο

locution adjectivale

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Quel est le plus tôt que je puisse te téléphoner le matin ?

μεγαλώνω

locution verbale (la nuit) (η νύχτα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Maintenant que la nuit tombe plus tôt, le meilleur endroit où rester, c'est dans un fauteuil au coin du feu.
Τώρα που μεγαλώνουν οι νύχτες, δεν υπάρχει καλύτερο μέρος από μια πολυθρόνα δίπλα στη φωτιά.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tôt στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.