Τι σημαίνει το trás στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης trás στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trás στο πορτογαλικά.
Η λέξη trás στο πορτογαλικά σημαίνει πίσω από, πίσω από, σάλτο πίσω, ανάποδο σάλτο, κάνω πίσω, μένω, μειώνω, ελαττώνω, παραπλανώ, πίσω, πίσω μέρος, αφήνω, τραβηγμένος πίσω, που μένει πίσω, προς τα πίσω, ανάποδα, αντίστροφα, στο πίσω μέρος, αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο, πίσω κάθισμα, οπίσθιο τμήμα, λόγος, πίσω κάθισμα, μένω πίσω, δεν κοιτάζω πίσω, εργάζομαι αντίστροφα, μένω πίσω, γυρίζω από την άλλη, κοιτάζω πίσω, καθυστερώ, ακολουθώ με καθυστέρηση, κρύβομαι πίσω από κτ, μένω πίσω, αποτελώ τη βάση, αποτελώ το θεμέλιο, κάνω κτ πίσω, σπρώχνω κτ πίσω, τραβάω, τραβώ, ξεχνάω, ξεχνώ, ανάποδα, στα παρασκήνια, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πίσω πόρτα, μένω πίσω, δεν εμμένω στο παρελθόν, δεν κοιτάζω πίσω, μένω πίσω, αλλάζω γνώμη, μένω πίσω από κπ/κτ, μένω πίσω σε σχέση με κπ/κτ, ακολουθώ, αφήνω κπ/κτ πίσω μου, προς τα πίσω, κάτω από, πίσω από, μένω πίσω, κοιτάζω πίσω, τραβάω, διακρίνω, διαβλέπω, είμαι καλύτερος από κπ, αδυνατώ να φτάσω στο επίπεδο, πίσω, πίσω, κάτω, όπισθεν, ανάποδα, απ' έξω και ανακατωτά, πίσω μέρος, είμαι πίσω στο σκορ, κάνω πίσω, αθετώ, κρύβομαι πίσω από κπ/κτ, λυγίζω κτ προς τα πίσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης trás
πίσω απόlocução adverbial O governo suspeita que terroristas estejam por trás dos ataques. |
πίσω απόlocução adverbial (μεταφορικά) Esses tempos difíceis estão para trás agora. |
σάλτο πίσω, ανάποδο σάλτο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κάνω πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Recuem todos, vamos dar um espaço para ele! Κάντε όλοι πίσω, ας του δώσουμε λίγο χώρο! |
μένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vá em frente; eu vou ficar. Προχώρα εσύ, εγώ θα μείνω. |
μειώνω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Agora que Trevor perdeu seu emprego, ele precisa reduzir suas saídas mensais. Τώρα που ο Τρέβορ έχασε τη δουλειά του, πρέπει να περιορίσει τα μηνιαία έξοδά του. |
παραπλανώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πίσω(στο παρελθόν) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πίσω μέρος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Contratamos uma van e colocamos as caixas na traseira. |
αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τραβηγμένος πίσωexpressão (cabelo) (μαλλιά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που μένει πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Os filmes de "Esqueceram de Mim" são sobre um garoto que é deixado para trás quando a família dele sai de férias. Η σειρά ταινιών «Μόνος στο Σπίτι» αφορούν ένα αγόρι που μένει πίσω (or: που τον αφήνουν μόνο του), όταν η οικογένειά του πάει διακοπές. |
προς τα πίσωlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Soa um alarme quando você começa a andar para trás. Ένας προειδοποιητικός ήχος ακούγεται όταν ξεκινάς να κάνεις όπισθεν. |
ανάποδα, αντίστροφαadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στο πίσω μέροςlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O fotógrafo pediu para que todas as pessoas altas fossem para trás do grupo. Vão para trás! Ο φωτογράφος ζήτησε από τους ψηλούς να πάνε στο πίσω μέρος της ομάδας. Πάτε στο πίσω μέρος! |
αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλοexpressão (não ser o que parece) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πίσω κάθισμαsubstantivo masculino |
οπίσθιο τμήμα(parte da traseira) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λόγος(causa ou fonte de) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πίσω κάθισμα(banco na parte de trás do veículo) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μένω πίσωlocução verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δεν κοιτάζω πίσωlocução verbal (literal) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εργάζομαι αντίστροφα
|
μένω πίσω
|
γυρίζω από την άλληlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se você virar para trás, vai ver um belo pôr do sol. Εάν γυρίσεις από την άλλη θα δεις ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα. |
κοιτάζω πίσωexpressão verbal (literal) (κυριολεκτικά) Não olhe para trás. Seja lá o que esteja te perseguindo pode estar ganhando espaço em você. (Satchel Paige) Μην κοιτάς πίσω. Ό,τι σε κυνηγά μπορεί να σε πλησιάζει επικίνδυνα. (Σάτσελ Πέιτζ). |
καθυστερώ, ακολουθώ με καθυστέρησηlocução verbal (atrasar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κρύβομαι πίσω από κτexpressão verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μένω πίσωexpressão verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Κατά το τέλος του αγώνα, η Στέισι άρχισε να κουράζεται και να μένει πίσω. |
αποτελώ τη βάση, αποτελώ το θεμέλιο(μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) A crença no criacionismo está na base de (or: está por trás de) seus argumentos. |
κάνω κτ πίσω, σπρώχνω κτ πίσωexpressão verbal |
τραβάω, τραβώexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Doris puxou a cortina para trás e espiou pela janela. Η Ντόρις έκανε στην άκρη την κουρτίνα και κοίταξε έξω από το παράθυρο. |
ξεχνάω, ξεχνώexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Só quando cheguei ao aeroporto que percebi que tinha deixado meu passaporte para trás. Δεν είχα καταλάβει ότι είχα ξεχάσει το διαβατήριό μου μέχρι που έφτασα στο αεροδρόμιο. |
ανάποδαlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Algumas pessoas gostam de se exercitar andando para trás. Μερικοί άνθρωποι αρέσκονται να περπατούν ανάποδα για άσκηση. |
στα παρασκήνιαlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locução adverbial Το μικρό αγόρι έμοιαζε να απολαμβάνει την μπρος πίσω κίνηση πάνω στο κουνιστό αλογάκι. |
πίσω πόρταsubstantivo feminino |
μένω πίσωlocução verbal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δεν εμμένω στο παρελθόν, δεν κοιτάζω πίσωlocução verbal (figurativo - não pensar no passado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μένω πίσωlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sean tropeçou no começo da corrida e logo ficou para trás. Ο Σoν σκόνταψε στην αρχή του αγώνα και σύντομα έμεινε πίσω. |
αλλάζω γνώμη
|
μένω πίσω από κπ/κτ, μένω πίσω σε σχέση με κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακολουθώlocução verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αφήνω κπ/κτ πίσω μουexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O corredor da Nigéria deixou para trás todos os outros corredores. Ο σπρίντερ από τη Νιγηρία άφησε πίσω του όλους τους άλλους δρομείς. |
προς τα πίσωlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ele disparou para o outro lado sem sequer olhar para trás. Προχωρούσε μπροστά χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά προς τα πίσω. |
κάτω από, πίσω απόlocução prepositiva (figurado) (μεταφορικά) Por trás de seu sorriso rígido, ela estava extremamente zangada. |
μένω πίσω(figurado) (μεταφορικά) Η εταιρεία έμεινε πίσω σε θέματα τεχνολογικής καινοτομίας. |
κοιτάζω πίσωexpressão (figurativo) (μεταφορικά) Em vez de olhar para trás, devo me lembrar de olhar para o futuro para dias melhores. |
τραβάωexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando puxei a cortina para trás, a luz do sol inundou o quarto. Όταν τράβηξα τις κουρτίνες, το φως του ηλίου πλημμύρισε τον χώρο. |
διακρίνω, διαβλέπωexpressão verbal (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μπόρεσα να διακρίνω τα πραγματικά κίνητρα του πολιτικού εξετάζοντας προσεκτικά τους λόγους του στη βουλή. |
είμαι καλύτερος από κπexpressão verbal (figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Desde pequeno, Joseph sempre deixou seus colegas para trás. Από πολύ μικρή ηλικία ο Τζόζεφ ήταν πάντα καλύτερος απ' τους συνομήλικούς του. |
αδυνατώ να φτάσω στο επίπεδο(figurado) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Κατά την οικονομική ανάκαμψη, η μεταποίηση δεν κατάφερε να φτάσει στο επίπεδο των υπόλοιπων τομέων. |
πίσωlocução adverbial Há um buraco de bala na parte de trás do avião. |
πίσωlocução adjetiva Quantos passageiros vão caber no seu banco de trás? Πόσοι επιβάτες χωράνε στο πίσω κάθισμα; |
κάτωlocução adverbial (teatro) (θέατρο: προσκήνιο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O ator tinha de andar de trás do palco para o centro. |
όπισθενlocução verbal (λόγιος) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ανάποδαlocução adverbial (roupas ao contrário) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
απ' έξω και ανακατωτάexpressão (completamente) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πίσω μέροςlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A logo da companhia aparecerá na parte de trás da camiseta. |
είμαι πίσω στο σκορ(esporte, concurso: perder) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A equipe visitante ficou para trás. Parece que o time da casa vencerá. |
κάνω πίσωexpressão verbal (gíria, desistir) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αθετώexpressão verbal (gíria, desistir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρύβομαι πίσω από κπ/κτlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λυγίζω κτ προς τα πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trás στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του trás
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.