Τι σημαίνει το troisième στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης troisième στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του troisième στο Γαλλικά.

Η λέξη troisième στο Γαλλικά σημαίνει τρίτος, τρίτη, τρίτη, τρίτος, τρίτος, τρίτος, τριτογενής, τρίτος καλύτερος, ένατη τάξη, μαθητής της πρώτης τάξης, μαθήτρια της πρώτης τάξης, ασήμαντος, ανειδίκευτος ναύτης, δέκατη τάξη, τα χρόνια της σύνταξης, μεταπτυχιακός, προπτυχιακός φοιτητής, προπτυχιακή φοιτήτρια, φοιτητής, φοιτήτρια, χάλκινο μετάλλιο, διδακτορικό, μεταπτυχιακές σπουδές, ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητρια, τρίτη βάση, αμυντικός βάσης, τρίτο πρόσωπο, παίκτες που αντικαθιστούν τους δεύτερους αναπληρωματικούς, ηλικιωμένος, εισιτήριο ηλικιωμένων, μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών, τρίτη δημοτικού, τρίτη κατηγορία, τρίτη τάξη, τρίτου βαθμού, κατώτερος, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτήτρια, τρίτο κόμμα, εργασίες μεταπτυχιακού, τρίτο έτος, ηλικιωμένος, σε τρίτο πρόσωπο, που συνοδεύει τα γηρατειά, τριακοστός, τρίτο βλέφαρο, μεταπτυχιακός, που είναι στην πρώτη τάξη, μεταπτυχιακός, τριτοετής, ηλικιωμένος, τελειόφοιτος, τρίτο είδος υποθετικού λόγου, τερματίζω στην τρίτη θέση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης troisième

τρίτος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sur la liste des tâches, la troisième est de balayer.

τρίτη

nom féminin (Automobile : vitesse) (για ταχύτητες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a repassé la troisième pour doubler le camion.

τρίτη

nom masculin et féminin (Musique : symphonie,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρίτος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
c'est la troisième fois qu'on lui mentait. Les joueurs en troisième division ne sont pas payés.
Αυτή ήταν η τρίτη φορά που του είπαν ψέματα. Οι παίκτες της τρίτης κατηγορίας δεν πληρώνονται.

τρίτος

adjectif (course,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai fini troisième (or: 3ᵉ) au 100 mètres nage libre.
Βγήκα τρίτος στα 100 μέτρα ελεύθερο.

τρίτος

(rang)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le coureur était content d'être arrivé troisième.

τριτογενής

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La planification et la pré-production doivent être terminées avant que nous ne passions à la troisième étape du processus.

τρίτος καλύτερος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Μετά τους αγώνες έδωσαν βραβεία και εγώ ήμουν ο τρίτος καλύτερος. Προσπάθησε σκληρά αλλά ήταν η τρίτη καλύτερη.

ένατη τάξη

(France : 14-15 ans)

μαθητής της πρώτης τάξης, μαθήτρια της πρώτης τάξης

(France, équivalent, 14-15 ans)

Elle a essayé de devenir pom-pom girl quand elle était en troisième.

ασήμαντος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανειδίκευτος ναύτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δέκατη τάξη

(France : 15-16 ans) (στις ΗΠΑ)

τα χρόνια της σύνταξης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μεταπτυχιακός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les programmes de troisième cycle universitaire sont très limités.
Τα μεταπτυχιακά προγράμματα της σχολής είναι πολύ λίγα.

προπτυχιακός φοιτητής, προπτυχιακή φοιτήτρια

J'aide un étudiant de deuxième année.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι προπτυχιακοί είναι φοιτητές που δεν έχουν πάρει ακόμα το πτυχίο τους.

φοιτητής, φοιτήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

χάλκινο μετάλλιο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cette année, ils ont dû se contenter de la troisième marche du podium.

διδακτορικό

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mon cousin Fred a un doctorat de philo, mais il n'arrive pas à trouver de boulot.

μεταπτυχιακές σπουδές

nom féminin pluriel

ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές

(ΗΠΑ)

Τι σκοπεύεις να κάνεις όταν τελειώσεις το ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές;

μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητρια

Je travaille comme aide-enseignant pour m'aider financièrement en tant qu'étudiant de deuxième cycle et avoir un diplôme de troisième cycle.

τρίτη βάση

(Base-ball)

αμυντικός βάσης

(Base-ball) (θέση στο μπέιζμπολ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Un joueur de troisième base doit avoir des réflexes exceptionnels.
Τα αντανακλαστικά ενός αμυντικού τρίτης βάσης πρέπει να είναι εξαιρετικά.

τρίτο πρόσωπο

nom féminin (Grammaire) (γραμματική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quand je dit « il a parlé », j'utilise le verbe à la troisième personne.

παίκτες που αντικαθιστούν τους δεύτερους αναπληρωματικούς

(figuré) (αμερικανικό ποδόσφαιρο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ηλικιωμένος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Il faut prendre soin des personnes âgées qui sont fragiles.

εισιτήριο ηλικιωμένων

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τρίτη δημοτικού

(France : 8-9 ans)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τρίτη κατηγορία, τρίτη τάξη

nom masculin

τρίτου βαθμού

locution adjectivale (brûlures) (εγκαύματα)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κατώτερος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεταπτυχιακός φοιτητής

Le cours s'adresse aux étudiants de premier et de troisième cycle universitaire.
Το μάθημα είναι και για προπτυχιακούς και για μεταπτυχιακούς φοιτητές.

μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτήτρια

τρίτο κόμμα

nom masculin (Politique anglo-saxonne)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En 2010 au Royaume-Uni, le troisième parti a fait une coalition avec l'un des deux partis principaux.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2010 το τρίτο κόμμα έκανε συνασπισμό με ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα.

εργασίες μεταπτυχιακού

nom masculin pluriel

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρίτο έτος

nom féminin (France) (πανεπιστήμιο)

Beaucoup d'universités offrent aux étudiants la chance de passer leur troisième année à l'étranger.

ηλικιωμένος

nom féminin

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

σε τρίτο πρόσωπο

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La plupart des romans sont écrits à la troisième personne.
Τα περισσότερα μυθιστορήματα χρησιμοποιούν τριτοπρόσωπη αφήγηση.

που συνοδεύει τα γηρατειά

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le déclin de la santé est un problème du troisième âge qui touche beaucoup de personnes.

τριακοστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρίτο βλέφαρο

(Anatomie animale)

μεταπτυχιακός

(φοιτητής)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

που είναι στην πρώτη τάξη

locution adjectivale (France, Scolaire, équivalent) (μαθητής)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταπτυχιακός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stephen va à Harvard pour faire des études de troisième cycle en sciences politiques.
Ο Στίβεν θα πάει στο Χάρβαρντ να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στις πολιτικές επιστήμες.

τριτοετής

(France, équivalent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gary est un étudiant de troisième année et essaie de décider s'il doit s'inscrire dans une école supérieure de troisième cycle

ηλικιωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η φροντίδα των ηλικιωμένων μελών της κοινωνίας μας αρχίζει να αποτελεί πρόκληση καθώς ο πληθυσμός γηράσκει.

τελειόφοιτος

(France, université)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Les élèves de troisième année (or: Les troisièmes années) révisent pour leurs examens.

τρίτο είδος υποθετικού λόγου

(Grammaire anglaise, jargon)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τερματίζω στην τρίτη θέση

verbe pronominal (Hippisme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
On s'attendait à ce que le cheval se place troisième dans la course.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του troisième στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.