Τι σημαίνει το tropeçar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tropeçar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tropeçar στο πορτογαλικά.

Η λέξη tropeçar στο πορτογαλικά σημαίνει τρώω τούμπα, σκοντάφτω, σκοντάφτω και πέφτω, σκοντάφτω σε κτ, σκοντάφτω, σκοντάφτω σε κτ, μπερδεύομαι με κτ, παραπατώ, δυσκολεύομαι, χοροπηδάω, σκοντάφτω σε κτ, πέφτω, κάνω σαρδάμ, τρακάρω, εκεί που σκάει το κύμα, βρίσκω τυχαία,πέφτω πάνω σε, πέφτω πάνω, βάζω τρικλοποδιά σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tropeçar

τρώω τούμπα

verbo transitivo (pessoa: tombar, cair) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκοντάφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Andando por um caminho escuro, Helen tropeçou e quase caiu.
Ενώ περπατούσε στο σκοτεινό μονοπάτι, η Έλεν σκόνταψε και παραλίγο να πέσει.

σκοντάφτω και πέφτω

verbo transitivo (tropeçar e cair)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκοντάφτω σε κτ

Quando a idosa tropeçou na rua, vários transeuntes correram para socorrê-la.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είναι τόσο αδέξιος που σκόνταψε στα ίδια του τα πόδια.

σκοντάφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Σέιλα σκόνταψε και χτύπησε τον γοφό της ενώ έτρεχε να προλάβει το λεωφορείο.

σκοντάφτω σε κτ

A criança tropeçou nos brinquedos no chão e caiu.
Το παιδί σκόνταψε στα παιχνίδια στο πάτωμα και έπεσε κάτω.

μπερδεύομαι με κτ

(figurado, informal)

Πολλοί ξένη που μαθαίνουν αγγλικά μπερδεύουν τις προθέσεις.

παραπατώ

(δεν πατάω σταθερά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor, não tropece.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Σε παρακαλώ πρόσεχε μη σκοντάψεις.

δυσκολεύομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χοροπηδάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As crianças tropeçaram na rua.
Τα παιδιά κατηφόρησαν χοροπηδώντας το μονοπάτι.

σκοντάφτω σε κτ

Roberta tropeçou num galho de árvore que estava escondido na grama alta.

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A pilha de livros não parecia muito estável; John deu uma cutucada neles e eles rolaram no chão. // Ela escorregou em uma casca de banana e rolou escada abaixo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η στοίβα με τα βιβλία δεν φαινόταν πολύ σταθερή· ο Τζον την σκούντηξε και αυτή έπεσε στο πάτωμα.

κάνω σαρδάμ

(figurado, informal) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A palestrante estava nervosa e se enrolou algumas vezes durante a fala.

τρακάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu tenho um hematoma enorme onde dei de cara no canto da mesa. Eu dei de cara no carro na minha frente no caminho para o trabalho.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχω μια τεράστια μελανιά εκεί που τράκαρα στη γωνία του τραπεζιού. Με τράκαρε και έπεσα. Τράκαρα με το μπροστινό αυτοκίνητο στον δρόμο για τη δουλειά.

εκεί που σκάει το κύμα

(tropeçar e cair) (θάλασσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκω τυχαία,πέφτω πάνω σε

(figurado, encontrar, achar por acaso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As crianças ficaram muito felizes de tropeçarem em uma casa feita de biscoito de gengibre na floresta.
Τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα που βρήκαν τυχαία ένα μικρό σπίτι από μελόψωμο στο δάσος.

πέφτω πάνω

(tropeçar em alguém ou algo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μια γυναίκα έπεσε πάνω μου στο δρόμο και δεν ζήτησε συγγνώμη. Δεν κοιτούσα που πήγαινα και έπεσα πάνω στον τοίχο.

βάζω τρικλοποδιά σε κπ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Τέντωσε το πόδι του ενώ περνούσα για να μου βάλει τρικλοποδιά.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tropeçar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.