Τι σημαίνει το twin στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης twin στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του twin στο Αγγλικά.

Η λέξη twin στο Αγγλικά σημαίνει δίδυμος, δίδυμη, δίδυμος, δίδυμη, ίδιος, όμοιος, ταίρι, σωσίας, ταιριάζω, σετάρω, αδελφοποιώ, διαβολικός δίδυμος, παράνομο σημείο εκπομπής ασύρματου δικτύου που λειτουργεί δίπλα σε νόμιμο, ετεροζυγώτης δίδυμος, διζυγώτης δίδυμος, διζυγώτες δίδυμοι, ετεροζυγώτες δίδυμοι, διζυγωτικοί δίδυμοι, διζυγωτικός δίδυμος αδελφός, μονοζυγωτικός δίδυμος, σιαμαίος, αδελφή πόλη, δύο μονά κρεβάτια, δίδυμος αδελφός, δίκλινο δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια και ιδιωτικό μπάνιο, δίκλινο δωμάτιο, δίδυμη αδερφή, δίκλινος, δικινητήριος, σετ ζακέτα και μπλούζα, σετ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης twin

δίδυμος, δίδυμη

noun (often plural (identical twin: sibling from same egg)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Matthew and Mark are twins; it's almost impossible to tell them apart, unless you know them really well.
Ο Μάθιου και ο Μαρκ είναι δίδυμοι· είναι σχεδόν αδύνατο να τους ξεχωρίσεις, εκτός και εάν τους ξέρεις πολύ καλά.

δίδυμος, δίδυμη

noun (often plural (fraternal twin: sibling from same pregnancy)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Hannah and Andy are twins, but they don't look anything like each other.
Η Χάνα και ο Άντυ είναι δίδυμα, αλλά δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους.

ίδιος, όμοιος

adjective (identical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jane bought twin candlesticks, one to go at either end of the table.
Η Τζέιν αγόρασε ίδια κηροπήγια, ένα για κάθε πλευρά του τραπεζιού.

ταίρι

noun (thing matching another)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Put that vase over there, so it's directly opposite its twin.
Βάλε το βάζο εκεί, ώστε να είναι ακριβώς απέναντι από το ίδιο του.

σωσίας

noun (lookalike)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The man Nancy saw was the twin of her friend Chris, but she knew he didn't have any brothers.

ταιριάζω, σετάρω

transitive verb (pair, couple)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emma twinned her skirt with a blouse in a similar shade of blue.

αδελφοποιώ

transitive verb (town: create relationship)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mayor decided to twin the city with a similar sized one in Germany.

διαβολικός δίδυμος

noun (mythology: wicked other self)

Sarah often blamed her evil twin for breaking glassware when she was washing the dishes.

παράνομο σημείο εκπομπής ασύρματου δικτύου που λειτουργεί δίπλα σε νόμιμο

noun (figurative (hacked wireless hotspot)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ετεροζυγώτης δίδυμος, διζυγώτης δίδυμος

noun (twin: non-identical)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Andrew is David's fraternal twin.

διζυγώτες δίδυμοι, ετεροζυγώτες δίδυμοι, διζυγωτικοί δίδυμοι

plural noun (twins: non-identical)

Fraternal twins share about 50% of their genetic makeup.

διζυγωτικός δίδυμος αδελφός

noun (twin: non-identical, male)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
She has a fraternal twin brother who lives in San Francisco.

μονοζυγωτικός δίδυμος

noun (sibling from same egg)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I used to date an identical twin; sometimes I wasn't sure whether I was with him or his brother!

σιαμαίος

noun (often plural, dated, may be offensive (conjoined sibling)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αδελφή πόλη

noun (town twinned with another)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Our sister city is in Germany.

δύο μονά κρεβάτια

plural noun (two single beds)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Our daughters have twin beds but the boys have bunks.

δίδυμος αδελφός

noun (male sibling from same pregnancy)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δίκλινο δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια και ιδιωτικό μπάνιο

noun (hotel room: two single beds and bathroom)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίκλινο δωμάτιο

noun (hotel room with two single beds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We ordered a twin room so I was upset when we were given a double.

δίδυμη αδερφή

noun (female sibling from same pregnancy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She had a twin sister but sadly she died at birth.

δίκλινος

adjective (hotel room: having two single beds) (2 μονά κρεβάτια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δικινητήριος

adjective (having two engines)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σετ ζακέτα και μπλούζα

noun (matching jumper and cardigan)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σετ

noun (matching set of two) (ρούχα)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του twin στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.