Τι σημαίνει το único στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης único στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του único στο πορτογαλικά.

Η λέξη único στο πορτογαλικά σημαίνει που παρέχει ολοκληρωμένες υπηρεσίες σε ποικιλία προϊόντων, πρότυπο, υπόδειγμα, μοναδικός, ιδιαίτερος, μια κι έξω, ενιαίος, μοναδικός, μοναδικός, ανεπανάληπτος, μοναδικός, μόνος, μοναδικός, μόνος, μοναδικός, μόνος, μόνος, μοναδικός, μοναχο-, αυτός, μοναδικός, πρωτόγνωρος, πρωτοφανής, μοναδικός, ιδιαίτερος, αναθεματισμένος, εξαίρεση στον κανόνα, που συναντάται μόνο, που υπάρχει μόνο, προτέρημα που αντισταθμίζει τα ελαττώματα, μιας κατεύθυνσης, μονής κατεύθυνσης, αμιγής, ένας και μοναδικός, εφάπαξ πληρωμή, αποκλειστικός διαχειριστής, αποκλειστική διαχειρίστρια, μοναδικός εργοδότης, μοναδική εργοδότρια, μοναδικός ιδιοκτήτης, μοναδική ιδιοκτήτρια, ένα μέγεθος, τίτλος με εξόφληση εφάπαξ κατά τη λήξη του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης único

που παρέχει ολοκληρωμένες υπηρεσίες σε ποικιλία προϊόντων

adjetivo (τράπεζα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ένας είναι ο φορέας που επέβαλε τη χρέωση. Γι' αυτό μιλάμε για μονοαπευθυντική έκδοση λογαριασμού.

πρότυπο, υπόδειγμα

adjetivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μοναδικός, ιδιαίτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μια κι έξω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενιαίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As duas empresas se fundiram para formar uma única empresa maior.
Οι δύο εταιρείες συγχωνεύτηκαν για να σχηματίσουν μια ενιαία, μεγαλύτερη εταιρεία.

μοναδικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Essas pinturas rupestres são únicas, não encontraram nada similar em nenhum lugar do mundo.
Αυτές οι τοιχογραφίες στο σπήλαιο είναι μοναδικές· τίποτα παρόμοιο δεν έχει βρεθεί πουθενά στον κόσμο.

μοναδικός, ανεπανάληπτος

adjetivo (κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μοναδικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μόνος, μοναδικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chocolate é meu único prazer na vida. O filho de Nancy é o único beneficiário do testamento dela.
Η σοκολάτα είναι η μόνη μου ευχαρίστηση στη ζωή. Ο γιος της Νάνσι είναι ο μοναδικός κληρονόμος στη διαθήκη της.

μόνος, μοναδικός

adjetivo (um ou um de poucos)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela era a única ruiva da classe.
Ήταν το μόνο (or: μοναδικό) κορίτσι στην τάξη με κόκκινα μαλλιά.

μόνος

adjetivo (melhor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jeans de cintura baixa são o único tipo a se usar nos dias de hoje.
Τα χαμηλόμεσα τζιν είναι το νούμερο ένα στυλ στις μέρες μας.

μόνος, μοναδικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Meu gerente é a única pessoa que consegue operar esse sistema.

μοναχο-

adjetivo

ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η μητέρα μου ήταν το μόνο (or: μοναδικό) παιδί της οικογένειας που πήγε στο πανεπιστήμιο.

αυτός

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

μοναδικός, πρωτόγνωρος, πρωτοφανής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
É uma situação única (or: excepcional). Nunca vimos nada igual.
Είναι μοναδική κατάσταση. Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο.

μοναδικός, ιδιαίτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta é uma joia feita à mão e exclusiva.

αναθεματισμένος

(figurado)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εξαίρεση στον κανόνα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που συναντάται μόνο, που υπάρχει μόνο

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esse estilo de pintura é característico desse artista.
Αυτό το είδος ζωγραφικής συναντάται μόνο σε αυτό τον καλλιτέχνη.

προτέρημα που αντισταθμίζει τα ελαττώματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν είναι πολύ έξυπνη. Αυτό που τη σώζει είναι η ομορφιά της.

μιας κατεύθυνσης, μονής κατεύθυνσης

(figurado, trânsito, uma só direção)

De repente me vi indo no sentido errado numa rua de mão única.

αμιγής

locução adjetiva (escola: somente garotos ou garotas) (σχοελείο, μόνο ένα φύλο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ένας και μοναδικός

locução adjetiva (incomparável e único)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

εφάπαξ πληρωμή

(finanças)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αποκλειστικός διαχειριστής, αποκλειστική διαχειρίστρια

(único gerente de empresa) (εταιρεία)

μοναδικός εργοδότης, μοναδική εργοδότρια

substantivo masculino (único chefe de uma empresa) (εταιρεία)

μοναδικός ιδιοκτήτης, μοναδική ιδιοκτήτρια

ένα μέγεθος

substantivo masculino (vestuário)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τίτλος με εξόφληση εφάπαξ κατά τη λήξη του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του único στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.