Τι σημαίνει το história στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης história στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του história στο πορτογαλικά.

Η λέξη história στο πορτογαλικά σημαίνει ιστορία, ιστορία, ιστορία, ιστορία, εκδοχή, χρονικό, πλοκή, παρελθόν, ψέμα, άρθρο, ιστορία, ανέκδοτο, παρελθόν, φήμη, -, αποκύημα φαντασίας, κατασκεύασμα φαντασίας, ιστορία, ιστορία, παραμύθι, αφήγηση, διήγηση, ιστορικά ατεκμηρίωτος, ιστορικά ανεπιβεβαίωτος, ιστορικός, προϊστορία, η τελευταία φράση, η τελευταία ατάκα, ανά τους αιώνες, ανά τις εποχές, ανά τους αιώνες, στην ιστορία, τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά, σύμφωνα με τα όσα λέγονται, κατά τα λεγόμενα, αυτό είναι άλλη ιστορία, το παλιό κλισέ, αστυνομική ιστορία, ιστορία μυστηρίου, αγωνιώδες φινάλε, παραμύθι, ανθρώπινη ιστορία, δακρύβρεχτη ιστορία, όλη την αλήθεια, ιστορία περιπέτειας, περιπέτεια, ωραία ιστορία, ευχάριστη ιστορία, μη αληθοφανής εκδοχή, παραμύθα, φούμαρα, αισθηματική ιστορία, ιατρικό ιστορικό, ηθικό δίδαγμα, φυσική ιστορία, απίθανη ιστορία, παρατραβηγμένη ιστορία, παγκόσμια ιστορία, ιστορία τέχνης, Μήνας Μαύρης Ιστορίας, ιστορία της γέννησης του Χριστού, ιστορικό της εταιρείας, ιστορικό της επιχείρησης, οι απαρχές, συνηθισμένη ιστορία, αστεία ιστορία, ιστορία φαντασμάτων, ιστορία με φαντάσματα, πολιτική ιστορία, ιστορία επιτυχίας, αληθινή ιστορία, αρχείο ψήφου, ιστορικό ψήφου, απίθανη ιστορία, αρχαία ιστορία, ιστορικό, λέω ένα παραμύθι, αφηγούμαι ένα παραμύθι, έχω παρελθόν, γράφω ιστορία, ηθικό δίδαγμα, λέω μια ιστορία, αφηγούμαι μια ιστορία, τρομακτική ιστορία, μένω στη μνήμη ως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης história

ιστορία

(narrativa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Papai leu uma história na hora de dormir.
Αυτή η συγγραφέας γράφει ωραίες ιστορίες.

ιστορία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gosto de ler sobre a história da Segunda Grande Guerra.
Μου αρέσει να διαβάζω για την ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.

ιστορία

(conto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vovó, conte a história de como você conheceu o vovô.
Γιαγιάκα, πες μας την ιστορία του πώς γνώρισες τον παππού.

ιστορία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gosto de ler sobre a história romana.
Ξεκίνησε μαθήματα ιστορίας όταν ήταν στο πανεπιστήμιο.

εκδοχή

substantivo feminino (versão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A história dela é diferente da minha.
Η εκδοχή της είναι διαφορετική από τη δική μου.

χρονικό

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A história da viagem marítima era uma leitura interessante.
Το χρονικό του ταξιδιού ήταν ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα.

πλοκή

substantivo feminino (enredo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este livro tem uma ótima história.
Αυτό το βιβλίο έχει καταπληκτική πλοκή.

παρελθόν

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sua história fascinante incluía viagens a outros países.
Το συναρπαστικό παρελθόν του περιλαμβάνει ταξίδια σε άλλες χώρες.

ψέμα

substantivo feminino (mentira)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As crianças travessas contaram aos pais uma história.
Τα σκανταλιάρικα παιδιά είπαν στους γονείς τους ένα παραμύθι.

άρθρο

substantivo feminino (jornalismo: matéria)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jillian está esperando uma grande história.
Η Τζίλιαν ελπίζει να γράψει ένα μεγάλο άρθρο.

ιστορία

(conto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os amigos se reuniram em volta da fogueira e contaram histórias uns para os outros.
Όλοι οι φίλοι μαζεύτηκαν γύρω από την φωτιά και έλεγαν ιστορίες ο ένας στον άλλο.

ανέκδοτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παρελθόν

substantivo feminino (ficção: passado de personagem)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φήμη

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Havia uma história circulando no parquinho de que a nova garotinha era filha de alguém famoso.
Υπήρχε μια φήμη στην παιδική χαρά ότι το καινούριο κορίτσι ήταν η κόρη κάποιου διάσημου.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Qual é a história entre Amber e Paul? Eles estão saindo?
Τι παίζει με την Άμπερ και τον Πωλ; Τα έχουν;

αποκύημα φαντασίας, κατασκεύασμα φαντασίας

(ficção, invenção: pura criação)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ιστορία

(história)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O arquivo mostra que a guerra foi destrutiva.
Η ιστορία δείχνει ότι ο πόλεμος ήταν καταστροφικός.

ιστορία

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O velho marinheiro contou uma lorota para eles sobre seus dias no mar.
Ο ηλικιωμένος ναύτης τους είπε μια ιστορία από τότε που ταξίδευε στη θάλασσα.

παραμύθι

(BRA, informal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A professora imaginou qual lorota Sean inventaria dessa vez para explicar por que ele não tinha feito o dever de casa.
Ο δάσκαλος αναρωτιόταν τι παραμύθι στα σκαρφιζόταν αυτή τη φορά ο Σον για να εξηγήσει τον λόγο που δεν είχε κάνει τα μαθήματά του.

αφήγηση, διήγηση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os alunos escreveram narrativas sobre seus lares na infância.
Τα παιδιά έγραψαν διηγήσεις για τα σπίτια της παιδικής τους ηλικίας.

ιστορικά ατεκμηρίωτος, ιστορικά ανεπιβεβαίωτος

ιστορικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προϊστορία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

η τελευταία φράση, η τελευταία ατάκα

(frase-chave de uma piada) (ανέκδοτο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ήταν χάλια στο να λέει ανέκδοτα, γιατί πάντα ξεχνούσε την τελευταία ατάκα.

ανά τους αιώνες

locução adverbial (durante o curso da História)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ανά τις εποχές

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ανά τους αιώνες

locução adverbial (através dos séculos)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στην ιστορία

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύμφωνα με τα όσα λέγονται, κατά τα λεγόμενα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτό είναι άλλη ιστορία

interjeição (figurado, informal: quase o contrário)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το παλιό κλισέ

interjeição (clichê)

αστυνομική ιστορία, ιστορία μυστηρίου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγωνιώδες φινάλε

παραμύθι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανθρώπινη ιστορία

expressão (jornalismo)

δακρύβρεχτη ιστορία

όλη την αλήθεια

(toda a verdade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ιστορία περιπέτειας, περιπέτεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ωραία ιστορία, ευχάριστη ιστορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μη αληθοφανής εκδοχή, παραμύθα, φούμαρα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αισθηματική ιστορία

substantivo feminino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ιατρικό ιστορικό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ηθικό δίδαγμα

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φυσική ιστορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απίθανη ιστορία, παρατραβηγμένη ιστορία

(história forçada)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγκόσμια ιστορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιστορία τέχνης

(εκπαίδευση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Μήνας Μαύρης Ιστορίας

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιστορία της γέννησης του Χριστού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιστορικό της εταιρείας, ιστορικό της επιχείρησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οι απαρχές

συνηθισμένη ιστορία

(situação comum)

αστεία ιστορία

(anedota ou piada)

ιστορία φαντασμάτων, ιστορία με φαντάσματα

(história do sobrenatural)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολιτική ιστορία

(estudo de políticas ao longo dos anos)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ιστορία επιτυχίας

substantivo feminino (exemplo da vida real de alguém de sucesso)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αληθινή ιστορία

(experiências da vida real)

αρχείο ψήφου, ιστορικό ψήφου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απίθανη ιστορία

αρχαία ιστορία

substantivo feminino

ιστορικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λέω ένα παραμύθι, αφηγούμαι ένα παραμύθι

expressão (recitar narrativa) (κάτι φανταστικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω παρελθόν

(ter um relacionamento no passado) (με κάποιον)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

γράφω ιστορία

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ηθικό δίδαγμα

(ensino moral de experiência) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λέω μια ιστορία, αφηγούμαι μια ιστορία

expressão (figurado: narrar eventos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρομακτική ιστορία

(informal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μένω στη μνήμη ως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του história στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.