Τι σημαίνει το unknown στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης unknown στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του unknown στο Αγγλικά.

Η λέξη unknown στο Αγγλικά σημαίνει άγνωστος, άγνωστος, άγνωστος, άσημος, άγνωστος, ερωτηματικό, κενό, άγνωστος, άσημος, άγνωστος, το άγνωστο, άγνωστος, άγνωστη ποσότητα, άγνωστος, άγνωστη μεταβλητή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης unknown

άγνωστος

adjective (fact: not known)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many of the facts of this case are unknown, so we can't say for certain what happened.
Πολλά από τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης είναι άγνωστα κι έτσι δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά τι έγινε.

άγνωστος

adjective (person: not known)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
An unknown man entered the bar and ordered a drink.
Ένας άγνωστος άντρας μπήκε στο μπαρ και παρήγγειλε ένα ποτό.

άγνωστος, άσημος

adjective (not famous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lots of teenagers dream of becoming music stars, but the truth is that many music acts remain unknown for years and some never make it at all.
Πολλοί έφηβοι ονειρεύονται να γίνουν αστέρες της μουσικής, αλλά η αλήθεια είναι ότι πολλοί μουσικοί παραμένουν άγνωστοι για πολλά χρόνια και μερικοί δεν τα καταφέρνουν ποτέ.

άγνωστος

adjective (as yet undiscovered)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There are many unknown species of plants on the planet.
Υπάρχουν πολλά άγνωστα είδη φυτών στον πλανήτη.

ερωτηματικό, κενό

noun (unknown fact or factor) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are still too many unknowns in this case; I don't think we'll ever solve it.
Υπάρχουν ακόμα πολλά κενά στην υπόθεση· δεν νομίζω να την διαλευκάνουμε ποτέ.

άγνωστος, άσημος

noun (person who is not famous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The director picked an unknown for the starring role.
Ο σκηνοθέτης διάλεξε έναν άσημο για τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

άγνωστος

noun (mathematics: quantity, variable)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Solve the equation to find the value of the unknown.
Λύσε την εξίσωση για να βρεις την τιμή του αγνώστου.

το άγνωστο

noun (region, experience: not familiar)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The explorers loaded up their backpacks and set off into the unknown.

άγνωστος

noun (often plural (law: unstated party)

The jury returned a verdict of manslaughter by person or persons unknown.

άγνωστη ποσότητα

noun (mathematics: amount not known)

άγνωστος

noun (figurative (person, thing: unfamiliar)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

άγνωστη μεταβλητή

noun (mathematics: value not known)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του unknown στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.