Τι σημαίνει το urgence στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης urgence στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του urgence στο Γαλλικά.
Η λέξη urgence στο Γαλλικά σημαίνει έκτακτη ανάγκη, επείγουσα ανάγκη, σπουδαιότητα, επείγουσα κατάσταση, έκτακτη κατάσταση, επείγουσα ανάγκη, βιασύνη, επείγουσα ανάγκη, για περίπτωση ανάγκης, βιασύνη, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, κουτί πρώτων βοηθειών, μεταβίβαση κλήσης, διακόπτης έκτακτης ανάγκης, επείγον ιατρικό περιστατικό, λωρίδα επείγουσας ανάγκης, λωρίδα έκτακτης ανάγκης, απότομο σταμάτημα, πρώτες βοήθειες, υπηρεσία έκτακτης ιατρικής βοήθειας, υπηρεσία πρώτων βοηθειών, κλιματική έκτακτη ανάγκη, παραϊατρικός, λωρίδα έκτακτης ανάγκης, καροτσάκι ιατρικού εξοπλισμού για επείγοντα περιστατικά, κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εφεδρικός, απογειώνομαι αμέσως, μεταφέρω γρήγορα, μεταφέρω βιαστικά, σηκώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης urgence
έκτακτη ανάγκηnom féminin Il y a eu une urgence et le Premier Ministre a dû écourter ses vacances. Προέκυψε για έκτακτη ανάγκη και ο Πρωθυπουργός έπρεπε να γυρίσει απ' τις διακοπές του. |
επείγουσα ανάγκηnom féminin Est-ce qu'il semblait y avoir urgence pour leur demande ? |
σπουδαιότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il partit immédiatement lorsqu'il entendit l'urgence dans la voix de Julia. |
επείγουσα κατάσταση, έκτακτη κατάσταση(περίσταση) |
επείγουσα ανάγκηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βιασύνηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'y a pas urgence, prenez votre temps. Δεν υπάρχει βιασύνη. Μπορείς να πάρεις όσο χρόνο θέλεις. |
επείγουσα ανάγκη
|
για περίπτωση ανάγκηςlocution adjectivale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Glenn a toujours une ration d'urgence de chocolat sur lui. Ο Γκλεν έχει πάντα μαζί του μια ποσότητα σοκολάτας για περίπτωση ανάγκης. |
βιασύνηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η σπουδή του υπουργού να επιλύσει το θέμα δημιούργησε πολλά ερωτηματικά. |
σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκηςlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουτί πρώτων βοηθειώνnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les automobilistes devraient toujours avoir une trousse de secours dans leur voiture. |
μεταβίβαση κλήσηςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διακόπτης έκτακτης ανάγκηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Cette machine à poinçonner le métal est équipée d'un dispositif d'arrêt d'urgence. |
επείγον ιατρικό περιστατικόnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λωρίδα επείγουσας ανάγκης, λωρίδα έκτακτης ανάγκηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απότομο σταμάτημαnom masculin |
πρώτες βοήθειεςnom masculin |
υπηρεσία έκτακτης ιατρικής βοήθειας, υπηρεσία πρώτων βοηθειώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κλιματική έκτακτη ανάγκηnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παραϊατρικός(équipe) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η παραϊατρική κατάρτιση που έλαβε ο Τζον αποδείχθηκε χρήσιμη, όταν η γυναίκα του τραυματίστηκε ενώ έκανε σκι. |
λωρίδα έκτακτης ανάγκηςnom féminin (sur les autoroutes) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Rick s'est arrêté sur la bande d'arrêt d'urgence pour voir quel était le bruit métallique étrange que sa voiture faisait. Ο Ρικ σταμάτησε στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης (or: ΛΕΑ) για να εξετάσει το παράξενο κουδούνισμα που έκανε το αυτοκίνητο. |
καροτσάκι ιατρικού εξοπλισμού για επείγοντα περιστατικάnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κατάσταση έκτακτης ανάγκηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εφεδρικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'hôpital a utilisé un générateur de secours (or: d'urgence) le temps que revienne l'électricité. |
απογειώνομαι αμέσωςverbe intransitif Le pilote a reçu le signal pour décoller d'urgence. |
μεταφέρω γρήγορα, μεταφέρω βιαστικάverbe transitif L'ambulance a transporté Fred d'urgence à l'hôpital. |
σηκώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'armée a fait décoller d'urgence trois avions de chasse pour contrer la menace terroriste éventuelle. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του urgence στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του urgence
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.