Τι σημαίνει το vieille στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vieille στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vieille στο Γαλλικά.

Η λέξη vieille στο Γαλλικά σημαίνει γηραιά κυρία, ανύπαντρος, μπαγιάτικος, ξεθυμασμένος, ηλικιωμένος, παλιός, παλιός, παλιός, παλιός, γέρος, γριά, ηλικιωμένος, μεγάλος, παλιός, γέρος, γριά, μεταχειρισμένος, βρόμικος, αρχαίος, από δεύτερο χέρι, παππούς, γιαγιά, γερασμένος, παλιός, παλιός, παλιός, παλιός, παλιός, στάσιμος, παλιομοδίτικος, αρχαίος, μακροχρόνιος, μακρόχρονος, συνταξιούχος, ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα, γέρος, ηλικιωμένοι, πεπαλαιωμένος, γέρος, άντρας, οι γονείς μου, ηλικιωμένος γεμάτος ζωή, φιλαράκος, κολλητός, φιλάρας, ηλικιωμένος άντρας, σαράβαλο, σαραβαλάκι, έμπειρος, γιαγιά, φίλος, αδερφός, σαράβαλο, Βρετανία, με παίρνουν τα χρόνια, παμπάλαιος, πανάρχαιος, που έχει μείνει στο ράφι, παρθενικά, παλιομοδίτης, παλιομοδίτισσα, που μεγαλοδείχνει, αιωνόβιος, έμπειρος, στο ράφι, το παλιό κλισέ, μεγαλοκοπέλα, καρακάξα, γκιόσα, παλιομοδίτης, παλιομοδίτισσα, γκιόσα, σακαράκα, μπαγκατέλα, σακαράκα, γέρος, γέροντας, όστρακο ή καβούκι καλυμμένο με φύκια, σακαράκα, γεροντοκόρη, η παλιά σχολή, παλιά καραβάνα, σαβούρα, πατσαβούρα, ασχημομούρα, παλιομοδίτης, ηιλικιωμένος, ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vieille

γηραιά κυρία

nom féminin (péjoratif)

ανύπαντρος

adjectif (χωρίς γάμο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La vieille tante du petit Tom prenait soin de lui presque chaque jour.

μπαγιάτικος, ξεθυμασμένος

(blague) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mon oncle raconte toujours des blagues éculées et personne ne rit.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Νηλ και η Τϊνα ήταν μαζί για δεκαπέντε χρόνια και η σχέση τους ήταν βαλτωμένη.

ηλικιωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sa tante âgée lui a laissé sa fortune en bijoux.
Η ηλικιωμένη θεία της τής άφησε μια περιουσία από κοσμήματα.

παλιός

adjectif (objet : pas neuf)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu peux emprunter mon appareil photo, mais il est assez vieux.
Μπορείς να δανειστείς τη φωτογραφική μηχανή μου, αλλά είναι αρκετά παλιά.

παλιός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλιός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλιός

adjectif (πολυκαιρισμένος ή πρώην)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γέρος, γριά

(familier) (πιθανά προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ηλικιωμένος

(familier, parfois offensant)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μεγάλος

(personne) (σε ηλικία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ma voisine est très vieille ; elle a plus de quatre-vingt-dix ans je pense.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πατέρας της είναι πολύ γέρος.

παλιός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je vais bientôt vendre mon vieil ordinateur.

γέρος, γριά

(péjoratif)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

μεταχειρισμένος

adjectif (vêtement)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Emma a reçu tous les vieux vêtements de sa sœur.

βρόμικος

adjectif (couleur) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah portait un T-shirt de couleur vieux rose.
Η Σάρα φόραγε ένα μουντό ροζ μπλουζάκι.

αρχαίος

adjectif (καθομ, μτφ, ειρωνικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Enfant, tous les adultes te semblent vieux.
Όταν είσαι παιδί, όλοι οι ενήλικοι σου φαίνονται γέροι.

από δεύτερο χέρι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παππούς, γιαγιά

(familier, péjoratif)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Sidney était ralentie par le groupe de vieux devant elle.
Η Σίνδεϋ δεν μπορούσε να περπατήσει γρήγορα εξαιτίας μιας ομάδας γέρων μπροστά της.

γερασμένος

(vieilli)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il a l'air vieux.

παλιός

(ancien)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle dénicha des vieilles poteries au fond de son jardin.

παλιός

(hors d'usage)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'utilise des vieilles chaussettes comme chiffon.

παλιός

(du passé)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa vieille blessure au genou est revenue le tourmenter.

παλιός

(preuve d'affection)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bon vieux Tony ! Il est toujours là quand on a besoin de lui.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πού είσαι, παλιόφιλε; Πότε θα βρεθούμε να τα πούμε;

παλιός

(de longue date)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erika et Davina sont de vieilles amies : nous avons fait connaissance à l'école et n'avons jamais cessé de nous voir régulièrement.

στάσιμος

(sans nouvelles idées)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nina avait été le petit prodige de l'entreprise, mais après des années de longues heures de travail, elle était devenue vieille.

παλιομοδίτικος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρχαίος

(από την αρχαιότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'ancienne église est en mauvais état.
Η παμπάλαια εκκλησία είναι ερειπωμένη.

μακροχρόνιος, μακρόχρονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ils ont un partenariat de longue date : cela fait des années qu'ils travaillent ensemble.

συνταξιούχος

(travailleur)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jim aida la vieille dame (or: vieille femme) à porter ses sacs lourds de courses chez elle.

γέρος

(familier) (καθομ, μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ηλικιωμένοι

nom masculin pluriel (familier)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Les vieux ne meurent pas, ils s'endorment un jour et dorment trop longtemps. (Jacques Brel)

πεπαλαιωμένος

adjectif (whisky)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
J'aime la saveur riche d'un vieux whisky.

γέρος

(familier) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άντρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οι γονείς μου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
J'emmène ma petite amie passer le week-end à la maison pour la présenter à mes parents (or: à mes vieux).
Θα φέρω την κοπέλα μου στο σπίτι αυτό το σαββατοκύριακο για να γνωρίσει τους γονείς μου.

ηλικιωμένος γεμάτος ζωή

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

φιλαράκος, κολλητός, φιλάρας

(familier) (αργκό,ειρωνικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ηλικιωμένος άντρας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'homme âgé a mis du temps à traverser la route.
Ο ηλικιωμένος άντρας περνούσε αργά τον δρόμο.

σαράβαλο, σαραβαλάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έμπειρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γιαγιά

(familier : vieille dame) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φίλος, αδερφός

(familier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dis, petit, tu peux venir m'aider pour ça ?
Ε, φιλαράκι, μπορείς να έρθεις να με βοηθήσεις με αυτό;

σαράβαλο

(familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu conduis vraiment ce vieux tacot ? Pourquoi tu ne t'achètes pas une nouvelle voiture ?
Δεν θα οδηγήσεις αυτό το σαράβαλο, ε; Γιατί δεν παίρνεις ένα καινούριο αυτοκίνητο;

Βρετανία

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

με παίρνουν τα χρόνια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon chien se fait vieux, mais il continue à courir après les voitures.
Τον σκύλο μου τον πήραν τα χρόνια, αλλά ακόμα κυνηγάει αυτοκίνητα.

παμπάλαιος, πανάρχαιος

locution adjectivale (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει μείνει στο ράφι

nom féminin (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρθενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παλιομοδίτης, παλιομοδίτισσα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

που μεγαλοδείχνει

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αιωνόβιος

(για έμβια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έμπειρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στο ράφι

nom féminin (figuré, vieilli, familier) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À l'époque, si une femme n'était pas mariée avant ses 30 ans, on disait d'elle qu'elle était vieille fille.

το παλιό κλισέ

interjection

μεγαλοκοπέλα

nom féminin (παλαιό, ευφημισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Roberta s'est mariée jeune mais sa sœur, elle, est vieille fille.

καρακάξα, γκιόσα

(figuré, péjoratif) (υποτιμητικό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παλιομοδίτης, παλιομοδίτισσα

(très familier, péjoratif) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

γκιόσα

(familier) (μτφ, μειωτικό: γριά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σακαράκα, μπαγκατέλα

(familier) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σακαράκα

nom féminin (familier) (καθομιλουμένη: αυτοκίνητο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γέρος, γέροντας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

όστρακο ή καβούκι καλυμμένο με φύκια

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σακαράκα

(αργκό: παλιό όχημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γεροντοκόρη

nom féminin (μειωτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

η παλιά σχολή

nom féminin (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Davies fait partie de la vieille école des commentateurs sportifs.

παλιά καραβάνα

(figuré, familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σαβούρα, πατσαβούρα, ασχημομούρα

nom féminin (péj) (αργκό, προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παλιομοδίτης

(très familier, péjoratif : homme) (αργκό, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tu as l'air d'un vieux schnoque avec ce nœud papillon.
Φαίνεσαι τόσο παλιομοδίτης όταν φοράς το παπιγιόν.

ηιλικιωμένος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Elle était assez fringante pour une personne âgée (or: vieille personne).

ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On m'a appris qu'il fallait aider les vieilles dames à traverser.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vieille στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.