Τι σημαίνει το vindo στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vindo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vindo στο πορτογαλικά.
Η λέξη vindo στο πορτογαλικά σημαίνει ευπρόσδεκτος, καλωσήρθες, καλώς ήρθες, καλωσόρισες, νεοφερμένος, ευπρόσδεκτος, μπορώ να κάνω κτ, ευχάριστος, αλόχα, καλώς ήρθες, καλωσόρισες, καλώς ήρθες, καλωσόρισες, Καλώς ήρθες στον κλαμπ!, Καλώς ήρθες στο κλαμπ!, δυνατός βουνίσιος άνεμος, δυνατός βουνίσιος αέρας, συνεχίζω, συνεχίζομαι, κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vindo
ευπρόσδεκτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Χαρήκαμε που λάβαμε κάρτες, αλλά δεν είχαμε χρόνο να απαντήσουμε σε όλες. |
καλωσήρθες, καλώς ήρθες, καλωσόρισεςinterjeição (saudação amável) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Bem-vindos! As bebidas estão aqui. Καλωσήρθες (or: Καλωσόρισες)! Τα ποτά είναι εκεί. |
νεοφερμένος(que acabou de chegar) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ευπρόσδεκτοςadjetivo (bem recebido) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ela foi bem-vinda à festa. Ήταν καλοδεχούμενη στο πάρτι. |
μπορώ να κάνω κτadjetivo (consentido por outros) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Você é bem-vinda para usar minha máquina de lavar se tiver roupas sujas. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το πλυντήριο μου αν έχεις άπλυτα ρούχα. |
ευχάριστοςadjetivo (agradável) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este tempo ensolarado é uma mudança bem-vinda após dias de chuva. |
αλόχα(saudação havaiana) (χαβανέζικος χαιρετισμός) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
καλώς ήρθες, καλωσόρισες
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Bem-vindo de volta! O escritório não era o mesmo sem você aqui. Καλωσόρισες! Το γραφείο δεν ήταν το ίδιο όσο έλειπες. |
καλώς ήρθες, καλωσόρισες(expressando alegria no retorno de alguém) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Καλώς ήρθες στον κλαμπ!interjeição (expressar familiaridade com determinada área) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Καλώς ήρθες στο κλαμπ!interjeição (expressar familiaridade com determinada área) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δυνατός βουνίσιος άνεμος, δυνατός βουνίσιος αέραςsubstantivo masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεχίζω, συνεχίζομαιlocução verbal (informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτοςlocução verbal (dar bom acolhimento, recepção cordial a) (ως ξένος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vindo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του vindo
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.