Τι σημαίνει το vingar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vingar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vingar στο πορτογαλικά.

Η λέξη vingar στο πορτογαλικά σημαίνει εκδικούμαι, εκδικούμαι, εκδικούμαι, πιάνω, ωριμάζω, ευδοκιμώ, ευημερώ, πάω καλά, αντιστρέφω τους όρους, εκδικούμαι, αντεπιτίθεμαι, εκδικούμαι, αντεκδικούμαι, ανταποδίδω, εκδικούμαι, παίρνω εκδίκηση για κτ, ανταποδίδω, ξεπληρώνω, εκδικούμαι, εκδικούμαι, παίρνω εκδίκηση από κπ, παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι, εκδικούμαι, ανταποδίδω, εκδικούμαι, εκδικούμαι κπ για κτ, εκδικούμαι κπ για κτ, φτιάχνω, κανονίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vingar

εκδικούμαι

verbo transitivo (de algo) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ζει μόνο για να εκδικηθεί για τον φόνο της οικογένειάς του.

εκδικούμαι

verbo transitivo (de alguém) (εκ μέρους κάποιου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Εκδικήθηκε εκ μέρους του συζύγου της για την καταστροφή που του έφεραν οι συνέταιροί του.

εκδικούμαι

verbo transitivo (κάποιον, για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A história é sobre uma garota que se disfarça de guerreira para vingar a morte de sua família.
Η ιστορία μιλά για μια κοπέλα που μεταμφιέζεται σε πολεμιστή για να πάρει εκδίκηση για τη δολοφονία της οικογένειάς της.

πιάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Espero que o lilás vingue já que quero muito uma cobertura lilás.

ωριμάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu tinha muitas flores nas minhas pimenteiras este ano, mas os frutos não vingaram.

ευδοκιμώ, ευημερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Poucas árvores podem crescer no deserto.
Δεν ευδοκιμούν πολλά δέντρα στην έρημο.

πάω καλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu tinha esperança de mudar para Paris se tudo corresse bem, mas meus investimentos não deram resultado.
Ήλπιζα να μετακομίσω στο Παρίσι εάν όλα πήγαιναν καλά, αλλά οι επενδύσεις μου δεν απέδωσαν.

αντιστρέφω τους όρους

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκδικούμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντεπιτίθεμαι, εκδικούμαι, αντεκδικούμαι, ανταποδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αν την αδικήσεις, μπορεί να σε εκδικηθεί.

εκδικούμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω εκδίκηση για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O príncipe prometeu vingar-se dos erros que seu irmão cometera contra ele.

ανταποδίδω, ξεπληρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depois que John envergonhou Susan, ela revidou fazendo uma brincadeira com ele.
Αφού ντρόπιασε τη Σούζαν ο Τζον, εκείνη του το ανταπέδωσε κάνοντάς του μια φάρσα.

εκδικούμαι

(κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Como vou revidar aquela sacanagem que ele fez comigo?
Πως να τον εκδικηθώ για το κακόγουστο αστείο που μου έκανε;

εκδικούμαι

(κάποιον επειδή έκανε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ainda não revidei por você ter me humilhado na frente de todos os meus amigos.
Ακόμα δεν σε έχω εκδικηθεί που με ταπείνωσες μπροστά σε όλους μου τους φίλους.

παίρνω εκδίκηση από κπ

(desejo por vingança)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω εκδίκηση

(retaliar, vingar-se)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκδικούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depois do Samuel enganá-lo, Dário estava determinado a acertar as contas.

εκδικούμαι, ανταποδίδω

(vingar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Για να τον εκδικηθεί, τα έφτιαξε με τον αδερφό του.

εκδικούμαι

Vou acertar as contas quando eu vir ele.

εκδικούμαι κπ για κτ

εκδικούμαι κπ για κτ

Pilar fez planos para acertar as contas com sua irmã por quebrar a promessa dela.

φτιάχνω, κανονίζω

(καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele vai se vingar de você quando descobrir isso!

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vingar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.