Τι σημαίνει το violent στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης violent στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του violent στο Γαλλικά.

Η λέξη violent στο Γαλλικά σημαίνει σφοδρός, δυνατός, βίαιος, έντονος, βίαιος, βάναυσος, βίαιος, γρήγορος, δυνατός, σφοδρός, άγριος, σκληρός, ισχυρός, δυνατός, σφοδρός, με πιστολίδι, έντονος, ανάγωγος, ανυπάκουος, άγριος, βάναυσος, ξέφρενος, δυνατός, oρμητικός, κακός, άσχημος, επιθετικός, σκληρός, αυστηρός, μανιασμένος, για τη συντέλεια της κολάσεως, έντονος, διαπεραστικός, βάρβαρος, βίαιος, άγριος, βάναυσος, άσχημος, δυνατός, έντονος, μεγάλος, δυνατός, έντονος, σκληρός, τρελός, ατιμάζω, βιάζω, εισβάλλω, καταπατώ, βιάζω, παραβιάζω, συγκρουόμενος, αντικρούομαι με κτ, παραβιάζω, παραβιάζω, παραβαίνω, καταπατώ, περνάω, κρότος, μη βίαιος, πράξη βίας, σκληρό χτύπημα/πλήγμα, ισχυρό χτύπημα, βίαιος άνθρωπος, από αμβλύ αντικείμενο, ισχυρός άνεμος, σφύζων πονοκέφαλος, νοτιάς, σκληρή μεταχείριση, ειρηνικός, χτύπημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης violent

σφοδρός, δυνατός

adjectif (nature, choc,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Des centaines de maisons ont été anéanties par la violente tornade d'hier.
Εκατοντάδες σπίτια ισοπεδώθηκαν εξαιτίας του σφοδρού χθεσινοβραδυνού τυφώνα.

βίαιος

adjectif (personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si votre mari devient violent, cherchez refuge ailleurs.
Αν ο σύζυγός σας γίνει βίαιος, αναζητήστε καταφύγιο.

έντονος

(sentiments,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa violente contestation des accusations a rendu tout le monde méfiant.
Η έντονος άρνηση των κατηγοριών τους έκανε να τον υποπτευθούν.

βίαιος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle est partie quand son mari est devenu violent.
Δραπέτευσε όταν ο άνδρας της έγινε βίαιος.

βάναυσος, βίαιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γρήγορος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυνατός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il lui assena un coup violent.
Του επέφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι.

σφοδρός

(vent, tempête,...) (άνεμος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Des vents violents ont déraciné un arbre dans le parc.
Σφοδροί άνεμοι ξερίζωσαν ένα δέντρο στο πάρκο.

άγριος

adjectif (temps) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'armée a lancé une attaque très violente contre la ville ennemie.

ισχυρός, δυνατός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les vents violents firent s'envoler la tente.

σφοδρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le général lança un violent assaut.
Ο στρατηγός εξαπέλυσε μια σφοδρή επίθεση.

με πιστολίδι

adjectif (film)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έντονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate a eu une violente dispute avec sa colocataire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Κέιτ είχε έναν άγριο καυγά με τη συγκάτοικό της. Υπήρχε έντονη αντίδραση ενάντια στο σχέδιο για τον νέο δρόμο.

ανάγωγος, ανυπάκουος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'en ai assez de ton comportement violent (or: brutal).

άγριος, βάναυσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η αστυνομία ανέφερε ότι ήταν μια βάρβαρη επίθεση και κάνει έκκληση για μάρτυρες.

ξέφρενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυνατός, oρμητικός

(pluie)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette pluie battante a trempé Dan en l'espace de quelques minutes.
Η δυνατή βροχή μούσκεψε τον Νταν μέσα σε μερικά λεπτά.

κακός, άσχημος

(conditions météo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le Royaume-Uni connaît des conditions météorologiques extrêmes ce mois-ci, avec des vents violents et des pluies torrentielles.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο καιρός είναι άσχημος αυτόν τον μήνα, με ισχυρούς ανέμους και έντονες βροχοπτώσεις.

επιθετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Colin était inquiet au sujet de l'élève, qui était agressif et souvent impliqué dans les bagarres en cour de récré.
Η Κολίν ανησυχούσε για τον μαθητή που ήταν επιθετικός και συχνά έμπλεκε σε καυγάδες στην παιδική χαρά.

σκληρός, αυστηρός

(réduction)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μανιασμένος

adjectif (vent) (μεταφορικά: αέρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

για τη συντέλεια της κολάσεως

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έντονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαπεραστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
À la douleur aigüe dans sa jambe, John sut qu'il ne pouvait pas continuer.

βάρβαρος, βίαιος, άγριος, βάναυσος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La victime a subi une attaque brutale (or: violente) et a dû passer des mois à l'hôpital.
Το θύμα υπέστη μια βίαιη επίθεση και χρειάστηκε να περάσει αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο.

άσχημος, δυνατός, έντονος

adjectif (douleur)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prenez des antalgiques si la douleur devient trop intense.
Πάρε αυτά τα παυσίπονα εάν ο πόνος γίνει πολύ δυνατός.

μεγάλος, δυνατός, έντονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'éprouve des émotions fortes lorsque je regarde un match de football.
Νιώθω μεγάλο ενθουσιασμό, κάθε φορά που παρακολουθώ ζωντανά έναν ποδοσφαιρικό αγώνα.

σκληρός

(Sports)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'équipe a fait face à une compétition féroce au match suivant.

τρελός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ατιμάζω

verbe transitif (παλαιότερος τύπος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les pillards violents violèrent les femmes du village.

βιάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janet s'est rendue au poste de police après avoir été violée par la personne avec qui elle sortait.
Η Τζάνετ πήγε στην αστυνομία αφότου ο άντρας με τον οποίο βγήκε ραντεβού τη βίασε.

εισβάλλω, καταπατώ

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils violent notre vie privée avec ces appels incessants.
Με τα συνεχή τους τηλεφωνήματα καταπατούν την ιδιωτικότητά μας.

βιάζω

verbe transitif (une personne) (σεξουαλικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les femmes du village ont rapporté avoir été violées par des soldats.
Οι γυναίκες του χωριού ανέφεραν ότι οι στρατιώτες τις βίασαν.

παραβιάζω

verbe transitif (la loi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ses agissements violaient les principes du discours civil.
Η συμπεριφορά του παραβίαζε τους κανόνες της πολιτισμένης συζήτησης.

συγκρουόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

αντικρούομαι με κτ

(Droit)

Il a contrevenu aux bonnes mœurs.

παραβιάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραβιάζω, παραβαίνω

verbe transitif (une loi, une promesse,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La société a poursuivi Georges pour avoir transgressé leur accord.

καταπατώ

verbe transitif (la loi,...) (τον νόμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνάω

(figuré : une loi) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Malgré les panneaux, certains usagers du métro continuent à transgresser l'interdiction de fumer.

κρότος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'assiette est tombée au sol en un fracas.
Το πιάτο έπεσε στο πάτωμα με έναν κρότο.

μη βίαιος

adjectif

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πράξη βίας

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκληρό χτύπημα/πλήγμα

nom masculin (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ισχυρό χτύπημα

nom masculin (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βίαιος άνθρωπος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

από αμβλύ αντικείμενο

nom masculin (περιγραφή τραύματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ισχυρός άνεμος

nom masculin

σφύζων πονοκέφαλος

νοτιάς

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκληρή μεταχείριση

nom masculin

ειρηνικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χτύπημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του violent στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.