Τι σημαίνει το visão στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης visão στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του visão στο πορτογαλικά.

Η λέξη visão στο πορτογαλικά σημαίνει όραση, εικόνα, όραμα, θέαμα, διορατικότητα, όραμα, οπτασία, όραση, παρατήρηση, δήλωση οράματος, άποψη, παράθυρο, βιζόν, θέα, οπτική γωνία, οξυδέρκεια, γνώμη, άποψη, οδηγός, όραση, αίσθηση της όρασης, τυφλός, διεξοδική επισκόπηση, που έχει όραση, που βλέπει, που μπορεί να δει, που φοράει παρωπίδες, αετομάτης, αετομάτα, προοδευτικός, προοδευτικός, όπως το βλέπω εγώ, διαστρεβλωμένη άποψη, διαστρεβλωμένη αντίληψη, οπτικό πεδίο, περιφερική όραση, θολή όραση, έγχρωμη όραση, χρωματική όραση, οπτικό πεδίο, έλλειψη διορατικότητας/δημιουργικότητας, ορίζοντας, νυχτερινή όραση, οπτικό πεδίο, παρατηρητικότητα, οξυδέρκεια, στενοκέφαλος, στενόμυαλος, κοσμοθεωρία, γενική παραδοχή, κοινή άποψη, νέα ματιά, φρέσκια ματιά, παγκόσμιο όραμα, σπάνιο θέαμα, πλάγια όψη, πλευρική όψη, στρατηγική σκέψη, μελλοντική προοπτική, όραση ακτίνων Χ, πίσω όψη, ανταπόκριση σε οπτικά ερεθίσματα χωρίς συνειδητή όραση, πολιτικές απόψεις, πολιτικές γνώμες, πολιτικές θέσεις, όραμα, όραση σήραγγας, επισκόπηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης visão

όραση

substantivo feminino (vista)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gavin consultou um oculista porque estava tendo alguns problemas com sua visão.
Ο Γκάβιν επισκέφτηκε έναν οπτικό επειδή είχε προβλήματα με την όρασή του.

εικόνα

substantivo feminino (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Karen viu a foto na vitrine da agência de turismo e teve uma visão dela mesma deitada em uma praia com um coquetel em sua mão.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτό το φάρμακο είναι πολύ ισχυρό και μπορεί να προκαλέσει ακόμα και οράματα.

όραμα

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O antropólogo teve uma visão de um mundo melhor, mais justo.
Ο φιλάνθρωπος είχε ένα όραμα για έναν καλύτερο, πιο δίκαιο κόσμο.

θέαμα

(algo especialmente feio) (με επίθετο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Depois, ele saiu com a camisa desabotoada. Que visão!
Στη συνέχεια βγήκε με το πουκάμισο ξεκούμπωτο. Τι απαίσιο θέαμα!

διορατικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

όραμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οπτασία

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

όραση

(visão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Minha vista não é muito boa sem os óculos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κινδύνεψε να χάσει το φως του.

παρατήρηση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δήλωση οράματος

(resumo dos planos de negócios futuros)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άποψη

substantivo feminino (opinião)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Qual é a sua visão sobre a situação na África?
Τι άποψη έχεις για την κατάσταση στην Αφρική;

παράθυρο

substantivo feminino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ela diz que tem visão do futuro e pode adivinhar o que está por vir.

βιζόν

substantivo masculino (animal peludo)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

θέα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eles pararam num lugar alto para ter uma visão (or: vista) da cidade.
Σταμάτησαν σε σημείο με υψόμετρο, για να δουν τη θέα της πόλης.

οπτική γωνία

(perspectiva, percepção)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οξυδέρκεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο παππούς μου με την συνήθη του οξυδέρκεια προέβλεψε πως η συστηματική τεμπελιά του Μπεν θα οδηγούσε την εταιρεία του στην αποτυχία.

γνώμη, άποψη

(για κτ ή σχετικά με κτ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Qual sua opinião sobre o assunto?

οδηγός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
O cachorro funcionava como os olhos do homem cego.
Ο σκύλος ήταν τα μάτια του τυφλού άντρα.

όραση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αίσθηση της όρασης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τυφλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διεξοδική επισκόπηση

(figurativo) (επίσημο)

που έχει όραση, που βλέπει, που μπορεί να δει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που φοράει παρωπίδες

(pessoa) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αετομάτης, αετομάτα

Αισθανόμουν πως η αετομάτα πεθερά μου με έλεγχε εξονυχιστικά.

προοδευτικός

locução adjetiva (moderno)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προοδευτικός

locução adjetiva (progressivo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όπως το βλέπω εγώ

locução adverbial (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαστρεβλωμένη άποψη, διαστρεβλωμένη αντίληψη

οπτικό πεδίο

περιφερική όραση

substantivo feminino

θολή όραση

Depois de bater a cabeça, ele sofria de visão embaraçada.

έγχρωμη όραση, χρωματική όραση

Τα νυκτόβια ζώα, συνήθως, δεν έχουν έγχρωμη όραση˙ το φως της νύχτας δεν είναι αρκετό δυνατό ώστε αυτά να μπορούν να διακρίνουν κάτι παραπάνω από γκρίζες φιγούρες.

οπτικό πεδίο

(visível ao olho)

έλλειψη διορατικότητας/δημιουργικότητας

(incapacidade de pensar com criatividade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορίζοντας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νυχτερινή όραση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οπτικό πεδίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το αυτοκίνητο ήρθε κατά πάνω μου από τα αριστερά, λίγο έξω από το οπτικό μου πεδίο.

παρατηρητικότητα, οξυδέρκεια

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στενοκέφαλος, στενόμυαλος

(fig, mente fechada) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοσμοθεωρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γενική παραδοχή, κοινή άποψη

(opinião comum)

νέα ματιά, φρέσκια ματιά

παγκόσμιο όραμα

(estratégia internacional)

σπάνιο θέαμα

(algo não facilmente visto)

πλάγια όψη, πλευρική όψη

(aspecto lateral, algo visto lateralmente)

στρατηγική σκέψη

(abordagem tática ou planejada)

μελλοντική προοπτική

substantivo feminino (estratégia ou plano de negócio)

όραση ακτίνων Χ

(capacidade de ver através de matéria sólida)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πίσω όψη

ανταπόκριση σε οπτικά ερεθίσματα χωρίς συνειδητή όραση

substantivo feminino (medicina: fenômeno)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολιτικές απόψεις, πολιτικές γνώμες, πολιτικές θέσεις

(crenças sobre a sociedade, etc.)

όραμα

(figurativo) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

όραση σήραγγας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επισκόπηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A visão geral do mercado de artes era extremamente bem feita.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του visão στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.