Τι σημαίνει το ter στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ter στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ter στο πορτογαλικά.

Η λέξη ter στο πορτογαλικά σημαίνει έχω, έχω, περνάω, περνώ, έχω, έχω, έχω, έχων, παίρνω, πηγαίνω, πάω, επιτρέπω, έχω, έχεις, φέρνω, έχει, παίρνω, είμαι, έχω, έχω, χρησιμοποιώ, έχω, έχω, -, έχω, έχω, Τρίτη, πρέπει, έχω την υποψία ότι/πως, έχω ένα προαίσθημα ότι/πως, μου αρέσει, συζητώ κτ με κτ, μιλάω με κπ για κτ, παθαίνω έμφραγμα, μου αρέσει κτ, προεξέχω, κάνω υπομονή, δείχνω κατανόηση, σίγουρος, λαμβάνοντας υπόψη, outsider, αουτσάιντερ, πρέπει, θέλω, επιθυμώ, θέλω, καταφέρνω, πετυχαίνω, περνάω από το μυαλό κάποιου, θέλω, πρέπει, βγάζω σπυράκια, τρέμω, πρέπει, θέλω, θέλω, λυπάμαι, συμπονώ, εκρήγνυμαι, αλληλεπικαλύπτομαι, δεν αξίζει, της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψης, που έχει το θάρρος να, αρκετά μεγάλος, χωρίς να χρειαστεί να το εξηγήσω με κάθε λεπτομέρεια, χωρίς τίποτα να κάνω, δεν έχω, δεν πρέπει, θα μπορούσα να, θα έπρεπε, άσχετος με, αν είχα και την παραμικρή ευκαιρία, αν μου δινόταν και η παραμικρή ευκαιρία, χρυσή καρδιά, καμία εναλλακτική, απαραίτητος, αναγκαίος, αδυναμία, γουστάρω, πρέπει, στοιχίζω, κοστίζω, πρέπει, επικοινωνώ με κπ, δε μοιάζω με, δεν μοιάζω καθόλου με κτ/κπ, δικαιούμαι, έχω την εντύπωση, δικαιώνομαι, μπαίνω σε κόπο, κάνω τον κόπο, πάω μπροστά, έχω ταλέντο στην κηπουρική, γεννάω, γεννώ, είμαι ερωτευμένος με κπ, έχω μεγάλες πιθανότητες, έχω καλές πιθανότητες, έχω αρκετές πιθανότητες, έχω να κάνω με κτ, έχω πολλά να πω για κτ, φέρω μέρος της ευθύνης για κτ, έχω δικαίωμα σε κτ, τσακώνομαι, έχω πλεονέκτημα, έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, έχω καλύτερα πράγματα να κάνω, έχω όλη την καλή διάθεση να κάνω κτ, πρέπει να κάνω κτ, δεν έχω πολλά να πω, δεν έχω ελπίδα, δεν έχω άλλη λύση, δεν έχω άλλη επιλογή, δεν έχω ιδέα, δεν έχω κανένα κοινό, δεν έχω τίποτα κοινό, έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, έχω δουλειές, έχω όλο τον καιρό μπροστά μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ter

έχω

verbo transitivo (ιδιοκτησία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tem uma casa grande e dois carros. // Tania tem vários livros.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Διαθέτει (or: Κατέχει) μια μεγάλη οικία και δύο αυτοκίνητα.

έχω

verbo transitivo (χαρακτηριστικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela tem uma personalidade muito forte. O programa tem um botão de deletar.
Διαθέτει πολύ ισχυρή προσωπικότητα. Το πρόγραμμα διαθέτει κουμπί διαγραφής.

περνάω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meus filhos estão tendo uma aventura na América do Sul.

έχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles têm duas filhas e um filho.
΄Εχουν αποκτήσει δύο κόρες και έναν γιο.

έχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela tem muitos planos.
Έχει πολλά σχέδια.

έχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu poderia tomar outra xícara de café, por favor?
Μπορώ να έχω άλλο ένα φλιτζάνι τσάι, παρακαλώ;

έχων

(ser rico, ter bens) (μτφ: πλούσιος)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Aqueles que têm bens nem sempre entendem os que não têm.
Οι έχοντες δεν καταλαβαίνουν πάντα τους μη έχοντες.

παίρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você já tem o resultado do seu exame?

πηγαίνω, πάω

verbo transitivo (καθομ: με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele nunca teve uma mulher antes.
Δεν έχει πάρει καμία γυναίκα.

επιτρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele não permitirá tal comportamento em sua presença.

έχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James tem uma grande coleção de discos. // Você tem muito audácia de falar comigo desse jeito!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχεις πολύ θράσος για να μου μιλάς μ' αυτόν τον τρόπο! Ο Τζέιμς έχει μια απίθανη συλλογή δίσκων.

έχεις

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É dito que Jesus chorou carregando a cruz, "Meu Deus, meu Deus, por que tens me abandonado?"
Λέγετε ότι ο Χριστός αναφώνησε πάνω στο σταυρό: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με έχεις απαρνηθεί;»

φέρνω

verbo transitivo (ideias)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχει

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tem sido um ano difícil para toda a família.
Ήταν δύσκολη χρονιά για όλη την οικογένεια

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam tem bastante satisfação em escrever poesia.
Ο Άνταμ αποκομίζει μεγάλη ευχαρίστηση γράφοντας ποίηση.

είμαι

verbo transitivo (idade)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Robert tem dez anos de idade.
Ο Ρόμπερτ είναι δέκα χρονών.

έχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James teve um olho roxo após sua briga com Bob.
Ο Τζέιμς έχει ένα μαυρισμένο μάτι μετά τον καυγά του με τον Μπομπ.

έχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu tenho a sensação de que estivemos aqui antes.
Έχω την αίσθηση ότι έχω ξαναβρεθεί εδώ στο παρελθόν.

χρησιμοποιώ

(negócio, empresa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gina tem uma padaria livre de glúten na Califórnia.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η λειτουργία του μηχανήματος κοστίζει πολλά.

έχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jane está carregando tudo o que possui na bolsa nas suas costas.
Η Τζέιν κουβαλά ό,τι έχει στην τσάντα στην πλάτη της.

έχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A casa possui muitos elementos de personalidade como as lareiras originais.
Το σπίτι έχει πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως πρωτότυπα τζάκια.

-

(verbo impessoal: existir) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Há uma maneira.
Υπάρχει τρόπος.

έχω

(formal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ray possui um rico conhecimento sobre existencialismo francês.
Ο Ρέι έχει απίστευτες γνώσεις για τον γαλλικό Υπαρξισμό.

έχω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenho que acabar o meu dever.
Πρέπει να τελειώσω μια εργασία.

Τρίτη

(terça-feira) (συντομ.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρέπει

(obrigação, ter que)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Você deve tirar uma carteira nova de motorista.
Πρέπει να βγάλεις καινούρια άδεια οδήγησης.

έχω την υποψία ότι/πως, έχω ένα προαίσθημα ότι/πως

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μου αρέσει

Πάντα μου άρεσε η μεγάλη ζωή.

συζητώ κτ με κτ, μιλάω με κπ για κτ

παθαίνω έμφραγμα

(sofrer um ataque cardíaco)

μου αρέσει κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προεξέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω υπομονή, δείχνω κατανόηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu pedi para eles esperarem enquanto eu verificava os detalhes da reserva.
Τους ζήτησα να κάνουν υπομονή, ενώ έλεγχα τις λεπτομέρειες της κράτησής τους.

σίγουρος

(formal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sim, estou certa de que vai chover amanhã.
Ναι, είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) πως θα βρέξει αύριο.

λαμβάνοντας υπόψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mesmo considerando o clima ruim, o número de visitantes no parque tem sido muito baixo.

outsider, αουτσάιντερ

(BRA)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ninguém esperava que Goran Ivanišević vencesse Wimbledon em 2001. Ele era um completo azarão.
Κανείς δεν περίμενε ο Γκόραν Ιβανίτσεβιτς να κερδίσει στο Γουίμπλεντον το 2001. Ήταν το απόλυτο αουτσάιντερ.

πρέπει

(ter a obrigação)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Eu devo ir ao tribunal na segunda ou serei preso.

θέλω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu sinto muito. Eu nunca pretendi machucar você.
Συγγνώμη. Δεν ήθελα (or: είχα σκοπό) να σε πληγώσω.

επιθυμώ, θέλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se realmente desejares isso, tu consegues aprender uma nova língua.
Αν το λαχταράς πολύ, μπορείς να μάθεις μια καινούρια γλώσσα.

καταφέρνω, πετυχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνάω από το μυαλό κάποιου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Σου πέρασε καθόλου από το μυαλό ότι μπορεί να διαφωνήσει;

θέλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu acabei de pisar no seu pé? Desculpa, eu não pretendia.
Σου πάτησα το πόδι; Συγγνώμη, δεν το είχα σκοπό (or: πρόθεση).

πρέπει

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Você deve reportar essas coisas para a polícia.

βγάζω σπυράκια

(εγώ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu comi muito açúcar e agora estou erupcionando. Meu rosto erupcionou.
Το πρόσωπό μου γέμισε σπυράκια ακριβώς πριν βγω ραντεβού με τον Στιβ!

τρέμω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muitas pessoas temem a morte.
Πολλοί άνθρωποι τρέμουν (or: φοβούνται) το θάνατο.

πρέπει

(por obrigação)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Preciso ligar para Julie mais tarde. Eu prometi que ligaria.

θέλω

(informal) (να κάνω κάτι τώρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu topo sair para jantar hoje à noite.
Θέλω να βγω για φαγητό σήμερα το βράδυ.

θέλω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu não quero jogar golfe hoje.
Δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση να παίξω γκολφ σήμερα.

λυπάμαι, συμπονώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se escolher se compadecer ou condenar, pense no resultado.

εκρήγνυμαι

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Richard explodiu quando soube o que aconteceu.

αλληλεπικαλύπτομαι

(parcialmente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Essas duas teorias coincidem.

δεν αξίζει

expressão (να το αγοράζω, να το αποκτήσω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψης

expressão

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που έχει το θάρρος να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρκετά μεγάλος

expressão verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρίς να χρειαστεί να το εξηγήσω με κάθε λεπτομέρεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς τίποτα να κάνω

expressão (figurado, informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν έχω

verbo transitivo (άρνηση του ρήματος έχω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não tenho visto os vizinhos há um longo tempo.

δεν πρέπει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θα μπορούσα να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θα έπρεπε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άσχετος με

Se ele é ou não casado está fora de questão.
Το αν είναι παντρεμένος ή όχι είναι άσχετο.

αν είχα και την παραμικρή ευκαιρία, αν μου δινόταν και η παραμικρή ευκαιρία

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu ficaria com o emprego se tivesse a mínima chance.

χρυσή καρδιά

expressão (figurativo: natureza boa e generosa) (μεταφορικά)

καμία εναλλακτική

locução verbal

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Δεν έχω άλλη επιλογή από το να σου ζητήσω να φύγεις.

απαραίτητος, αναγκαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este útil livro é essencial para todos que têm cães.

αδυναμία

expressão (figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γουστάρω

expressão (gíria: atraído sexualmente por)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πρέπει

(POR: ter obrigação)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Eu tenho de terminar meu ensaio hoje à noite. Eu tenho de pegar o trem em vinte minutos.
Πρέπει να τελειώσω την έκθεση σήμερα το βράδυ. Πρέπει να πάρω το τρένο σε 20 λεπτά.

στοιχίζω, κοστίζω

expressão (ter efeito negativo) (μεταφορικά: σε κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πρέπει

locução verbal (gíria)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Nós temos que sair daqui!
Πρέπει να βγούμε από εδώ πέρα!

επικοινωνώ με κπ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δε μοιάζω με, δεν μοιάζω καθόλου με κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικαιούμαι

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você só tem direito a um reembolso se a mercadoria estiver com defeito.
Δικαιούστε επιστροφή χρημάτων μόνο εάν τα προϊόντα είναι ελαττωματικά.

έχω την εντύπωση

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estou tendo a impressão de que a eleição não mudou nada mesmo.

δικαιώνομαι

expressão (por boas ações)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπαίνω σε κόπο, κάνω τον κόπο

expressão verbal (figuradoais) (συνήθως με άρνηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Έκανε ό,τι μπορούσε για να με βοηθήσει.

πάω μπροστά

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Camila é um taleto musical que está mesmo se dando bem.

έχω ταλέντο στην κηπουρική

expressão verbal (figurado, jardinagem)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Minha mãe tem mão boa porque tudo que ela toca cresce bem. Todas as minhas mudas vingaram esse ano, então talvez eu tenha mesmo mão boa.

γεννάω, γεννώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είμαι ερωτευμένος με κπ

expressão verbal (figurado, ter atração)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

έχω μεγάλες πιθανότητες, έχω καλές πιθανότητες, έχω αρκετές πιθανότητες

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω να κάνω με κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η επιτυχία του έχει να κάνει με τις επαγγελματικές διασυνδέσεις του πατέρα του.

έχω πολλά να πω για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Como mãe que trabalha, ela tem muito a dizer sobre creches e horas extras não programadas e não remuneradas.

φέρω μέρος της ευθύνης για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω δικαίωμα σε κτ

expressão verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Você tem direito à representação por um advogado. // Vou dizer o que eu quiser; tenho direito à liberdade de expressão.

τσακώνομαι

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έχω πλεονέκτημα

expressão verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, έχω καλύτερα πράγματα να κάνω

(achar algo perda de tempo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω όλη την καλή διάθεση να κάνω κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρέπει να κάνω κτ

expressão verbal

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)

δεν έχω πολλά να πω

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν έχω ελπίδα

expressão verbal (estar condenado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν έχω άλλη λύση, δεν έχω άλλη επιλογή

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω ιδέα

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω κανένα κοινό, δεν έχω τίποτα κοινό

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω κι άλλα πράγματα να κάνω

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω δουλειές

expressão verbal (já estar ocupado)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Δε θα μπορέσω να πάω σινεμά. έχω δουλειές.

έχω όλο τον καιρό μπροστά μου

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μη βιαστείς να παντρευτείς. Νέος είσαι, έχεις όλο τον καιρό μπροστά σου.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ter στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του ter

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.