Τι σημαίνει το wallow στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wallow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wallow στο Αγγλικά.

Η λέξη wallow στο Αγγλικά σημαίνει σκέφτομαι συνέχεια κτ, κυλιέμαι σε κτ, βυθίζομαι σε κτ, κολυμπάω σε κτ, κυλιέμαι σε κτ, αυτοοικτίρομαι, πνίγομαι από τον πόνο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wallow

σκέφτομαι συνέχεια κτ

intransitive verb (figurative (dwell on [sth] bad)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
OK, you lost your job, but it won't do you any good to wallow; go out and start looking for a new one.

κυλιέμαι σε κτ, βυθίζομαι σε κτ

(figurative (indulge in negative state) (μεταφορικά)

There's nothing he enjoys more than wallowing in misery.
Αυτό που του αρέσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι να βυθίζεται στη μιζέρια.

κολυμπάω σε κτ

(figurative (wealth, possessions: have plenty) (μεταφορικά)

The old man was wallowing in money.
Ο ηλικιωμένος κύριος κολυμπούσε στο χρήμα.

κυλιέμαι σε κτ

(lie around)

Hippos love wallowing in mud.
Στους ιπποπόταμους αρέσει να κυλιούνται στη λάσπη.

αυτοοικτίρομαι

verbal expression (disapproving (feel sorry for yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πνίγομαι από τον πόνο

verbal expression (dwell on the loss of [sb] or [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Everyone dies, so you can't keep wallowing in your grief.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wallow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.