Τι σημαίνει το roll στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης roll στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του roll στο Αγγλικά.

Η λέξη roll στο Αγγλικά σημαίνει κυλάω, κυλάω, κυλάω, ρολό, ψωμάκι, κουβάρι, φιλμ, δεσμίδα, ρολό, περγαμηνή, κούνημα, κλίση, γύρισμα, ζαριά, βολή, μπαλιά, -, σωσίβιο, τούμπα, κύλιση, κυλάω, κυλώ, λικνίζομαι, εκτείνομαι, κυλάω, κυλιέμαι, βροντάω, βροντώ, χτυπάω, πάω, τραβάω, περνάω, απλώνω, λικνίζω, τυλίγω, τυλίγω, περνάω, ανοίγω, κάνω εξέλαση, πραγματοποιώ εξέλαση, ρίχνω, κλέβω, ταλαντεύομαι, κινούμαι παλινδρομικά, λικνίζομαι, κινούμαι πάνω σε ρόδες, προχωρώ αργά και σταθερά, ταλαντεύομαι, κινούμαι παλινδρομικά, λικνίζομαι, επαναλαμβάνομαι, κατεβάζω, μειώνω, επαναφέρω, κινούμαι πάνω σε ρόδες, περνάω, κατεβάζω, φτάνω, έρχομαι σε μεγάλες ποσότητες, παρουσιάζω, γυρίζω, υποχωρώ, τουμπάρω, ρίχνω, τυλίγομαι, γυρίζω, φτάνω, φτάνω, στρίβω τσιγάρο, ανάποδη κωλοτούμπα, ελιγμός αυτόπεριστροφής, εκτελώ ελιγμό αυτόπεριστροφής, έχω πάρει φόρα, ψωμάκι, λαχανοντολμάς, παίρνω παρουσίες, γλυκό με κανέλα, γρήγορος τυμπανισμός, εγκ ρολ, εκλογικός κατάλογος, θα πέσουν κεφάλια, λίστα αριστούχων, ρολό με μαρμελάδα, γκόμενος, γκόμενα, γλυκό, κοκό, μουνί, μουνάκι, ελβετικό ρολό, είδος ατομικού ψωμιού, μητρώο μισθωμάτων, ροκ εν ρολ, rock and roll, ροκ εν ρολ, rock and roll, ξαναρίχνω ζαριά, ξαναρίχνω τα ζάρια, γυρίζω τον χρόνο πίσω, γυρίζω το χρόνο πίσω, δοκός προστασίας, κουβούκλιο προστασίας, παρουσίες, λίστα, κυλώ, κυλώ από κτ, κατεβάζω, κυλώ κτ σε κτ, μείωση τιμής εξάσκησης, μείωση τιμής άσκησης οψιόν, φιλμ, αριθμός πελάτη, ρολό φιλμ, κατάλογος πεσόντων, κατάλογος ηρωικώς πεσόντων, πέφτω, κυλάω, άντε, αμάν, roll on, ρολ ον, σε μορφή roll on, σε μορφή ρολ ον, ανοίγω, πρώτη παρουσίαση, παρουσίαση, διάθεση, ελιγμός κατά τον οποίο ο μεσοεπιθετικός (quarterback) κινείται προς την πλάγια γραμμή, σηκώνομαι από το κρεβάτι, μεταφέρω, περνάω με το ποντίκι, περνάω τον κέρσορα, περνάω πάνω από κτ με κτ, πατάω, πατώ, επενδύω κάτι σε κάτι, νικάω, νικώ, Έλα!, σηκώνω τα μανίκια μου, ανεβάζω τα μανίκια μου, σηκώνω τα μανίκια, μαθαίνω να τα βγάζω πέρα, κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση, λαιμόκοψη ζιβάγκο, ζιβάγκο, ro-ro, ρο-ρο, γραφείο με συρόμενο κάλυμμα, που τυλίγεται, στριφτό, κόσμος, λουκανικόπιτα, σπρινγκ ρολ, τσουρεκάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης roll

κυλάω

intransitive verb (ball, hoop: move along)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ball rolled down the hill.
Η μπάλα κύλησε απ' το λόφο.

κυλάω

intransitive verb (move on wheels) (έμφαση στο είδος της κίνησης)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car rolled along the street.
Το αυτοκίνητο κινήθηκε κατά μήκος του δρόμου.

κυλάω

transitive verb (ball, etc.: toss along the ground)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He rolled the ball to the baby.
Τσούλησε την μπάλα στο μωρό.

ρολό

noun (toilet paper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do we have any more rolls of toilet paper?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ξεμείναμε από χαρτί υγείας.

ψωμάκι

noun (bread: bun or bap)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The restaurant served a roll with the meal. Hamburgers usually come in a roll.
Το εστιατόριο σέρβιρε ένα ψωμάκι με το γεύμα.

κουβάρι

noun (ball of yarn)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cat loved playing with the roll of yarn.

φιλμ

noun (canister: camera film)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I have three more rolls, with twenty-four exposures each.

δεσμίδα

noun (wad of paper money)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The parking attendant pulled out a roll of Euros to give us change.

ρολό

noun (ball of wire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a roll of wire on the construction site.

περγαμηνή

noun (scroll)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ancient rolls were fragile.

κούνημα

noun (movement of ocean)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The constant roll of the ocean made him seasick.

κλίση

noun (boat, plane: tipping movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The roll to the side really scared the passengers.

γύρισμα

noun (music, voice: trill) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When she sang, her rolls were perfection.

ζαριά

noun (throw of dice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It was a bad roll and he lost all his money.

βολή, μπαλιά

noun (throw of a bowling ball)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That's a great roll - looks like it's heading for a strike!

-

noun (roll call: register of names) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The teacher called roll every morning.
Ο καθηγητής έπαιρνε παρουσίες κάθε πρωί.

σωσίβιο

noun (fold of body fat) (καθομ, μτφ: πάχος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You could see the rolls of fat when he lifted up his shirt!

τούμπα

noun (gymnastic movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gymnastics team practiced forward and backward rolls.

κύλιση

noun (act of rolling) (περιστροφική κίνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's nothing the horse likes better than a roll in the mud.
Το άλογο δεν έχει καλύτερο από το να κυλιέται στη λάσπη.

κυλάω, κυλώ

intransitive verb (move by turning or revolving)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The tank wheels rolled forward.

λικνίζομαι

intransitive verb (move with undulations)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He loved to watch the way she rolled along the street.

εκτείνομαι

intransitive verb (figurative (extend in undulations)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hills of Tuscany roll for miles.

κυλάω

intransitive verb (figurative (time: elapse, pass) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Time rolls on.

κυλιέμαι

intransitive verb (wallow)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hippos loved to roll in the mud.

βροντάω, βροντώ

intransitive verb (thunder: sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
During the storm, the thunder rolled.

χτυπάω

intransitive verb (drum: sound) (τύμπανο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The trumpets blared and the drums rolled.

πάω

intransitive verb (colloquial (get moving)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Are you ready to go? Let's roll.
Είσαι έτοιμος να φύγουμε; Ας κουνηθούμε.

τραβάω

transitive verb (trill) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Many Americans find it hard to roll their Rs.

περνάω, απλώνω

transitive verb (move up and down or side to side)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He rolled the paint onto the wall very quickly.

λικνίζω

transitive verb (make sway)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The waves rolled the boat back and forth.

τυλίγω

transitive verb (wrap around a cylinder)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We rolled the hose after washing the car.

τυλίγω

transitive verb (form into a tube)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have seen photos of old Cubans rolling cigars.

περνάω

transitive verb (envelop)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Next, you need to roll the chicken in the bread till it is coated.

ανοίγω

transitive verb (flatten with a rolling pin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
First you need to roll the pizza dough.

κάνω εξέλαση, πραγματοποιώ εξέλαση

transitive verb (roll metal)

His job at the steel plant was to roll.

ρίχνω

transitive verb (throw: dice) (ζάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's your turn to roll. Here are the dice.

κλέβω

transitive verb (US, slang (rob)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I wanted his watch, so I rolled him.
Ήθελα το ρολόι του και του το βούτηξα.

ταλαντεύομαι, κινούμαι παλινδρομικά, λικνίζομαι

phrasal verb, intransitive (UK (sway this way and that)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two youngest kids were rolling about and playing on the large bed.

κινούμαι πάνω σε ρόδες

phrasal verb, intransitive (move on wheels)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car was rolling along smoothly.

προχωρώ αργά και σταθερά

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (progress smoothly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Everything seems to be rolling along without any problems.

ταλαντεύομαι, κινούμαι παλινδρομικά, λικνίζομαι

phrasal verb, intransitive (sway this way and that)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The passengers were rolling around as the bus sped along the winding road.

επαναλαμβάνομαι

phrasal verb, intransitive (informal (event, time: come again)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When the opportunity rolls around, I will take the holiday I always dreamed of.

κατεβάζω, μειώνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (reduce: prices)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They're not rolling back prices; they are still too high.
Δεν κατεβάζουν τις τιμές. Είναι ακόμα υπερβολικά υψηλές.

επαναφέρω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (revert) (μια κατάσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I rolled back to the previous version of the software and it worked fine.

κινούμαι πάνω σε ρόδες

phrasal verb, intransitive (literally (pass by on wheels)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A cart pulled by a donkey rolled by.

περνάω

phrasal verb, intransitive (figurative (pass)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It seems like the years just rolled by, and suddenly I'm an old man.

κατεβάζω

phrasal verb, transitive, separable (car window: open)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estelle rolled down the car window.

φτάνω

phrasal verb, intransitive (informal (arrive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You never know when some more bad news is going to roll in.

έρχομαι σε μεγάλες ποσότητες

phrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (have in abundance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I grew so many potatoes that I was rolling in them.

παρουσιάζω

phrasal verb, transitive, separable (introduce [sth] new to public)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company plans to roll out its new product range in the spring.
Η εταιρεία σχεδιάζει να λανσάρει τη νέα γκάμα προϊόντων της την άνοιξη.

γυρίζω

phrasal verb, intransitive (turn to other side)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His back injury made it difficult for him to roll over in bed.
Ο τραυματισμός στην πλάτη του τον δυσκόλευε να αλλάζει πλευρό στο κρεβάτι.

υποχωρώ

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (surrender)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Do you think you can get me to roll over just by threatening me with a lawsuit?
Νομίζεις ότι μπορείς να με κάνεις να υποχωρήσω απλά απειλώντας με με μήνυση;

τουμπάρω, ρίχνω

(figurative, informal (submit to) (ανεπ: κάνω κπ να υποχωρήσει)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can't always expect me to roll over for you.
Δεν μπορείς να περιμένεις ότι πάντα θα υποκύπτω για χάρη σου.

τυλίγομαι

phrasal verb, transitive, separable (wind into a scroll)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He rolled up the certificates and kept them in a safe place.
Τύλιξε τα πιστοποιητικά και τα φύλαξε σε ένα ασφαλές μέρος.

γυρίζω

phrasal verb, intransitive (curl at edge)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This sheet of paper won't stay flat. The edges keep rolling up.
Αυτό το φύλλο χαρτί δεν μένει ίσιο. Οι γωνίες του συνέχεια γυρίζουν.

φτάνω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (arrive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Just then, he rolled up in a shiny new car.
Εκείνη τη στιγμή έφτασε με ένα ολοκαίνουριο αυτοκίνητο.

φτάνω

(informal, figurative (arrive somewhere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The drivers rolled up to the starting line and waited for the race to begin.
Οι οδηγοί έφτασαν στο σημείο εκκίνησης και περίμεναν να ξεκινήσει ο αγώνας.

στρίβω τσιγάρο

phrasal verb, intransitive (informal (make a cigarette) (ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He finished rolling up and asked me for a light.

ανάποδη κωλοτούμπα

noun (gymnastic movement) (καθομιλουμένη)

The gymnast performed a backward roll.

ελιγμός αυτόπεριστροφής

noun (aircraft maneuver: rotation)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εκτελώ ελιγμό αυτόπεριστροφής

intransitive verb (aircraft: perform a rotation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω πάρει φόρα

verbal expression (figurative, informal (experience a run of success)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think I'll strip the wallpaper from another wall before bedtime; I'm on a roll!

ψωμάκι

noun (small loaf)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Liz is baking a tray of bread rolls.
Η Λιζ ψήνει ένα ταψί ψωμάκια.

λαχανοντολμάς

noun (cooked stuffed cabbage leaves)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The cabbage rolls were served in a tomato sauce.

παίρνω παρουσίες

verbal expression (take register of those present)

The teacher called the roll at the beginning of the class.

γλυκό με κανέλα

noun (sweet pastry)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Bake the cinnamon rolls for about 30 minutes.

γρήγορος τυμπανισμός

noun (fast continuous drumming)

There was a drum roll before the winners were announced.

εγκ ρολ

noun (US (Chinese food) (κινέζικο φαγητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Egg rolls filled with vegetables and shredded pork are a common appetizer in Chinese-American restaurants.

εκλογικός κατάλογος

noun (list of registered voters)

If you are not on the electoral roll, you will not be able to vote.

θα πέσουν κεφάλια

expression (figurative (People will be fired.) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Heads will roll when the manager finds out who broke the machine.

λίστα αριστούχων

noun (US (list: top students)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Chris often got on the honor roll in high school.

ρολό με μαρμελάδα

noun (US, literal (rolled cake filled with jam) (γλυκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I found a recipe for jelly rolls.

γκόμενος, γκόμενα

noun (US, vulgar, slang (lover) (ανεπ: σύντροφος, εραστής)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

γλυκό, κοκό

noun (US, vulgar, slang (sex) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μουνί, μουνάκι

noun (US, vulgar, slang (vagina) (αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελβετικό ρολό

noun (US (dessert: sponge and jam)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

είδος ατομικού ψωμιού

noun (US (type of bread roll)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Kaiser rolls are popular in the United States and Canada.

μητρώο μισθωμάτων

noun (document listing tenants)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The rent roll shows the rental rate for each of the landlord's properties.

ροκ εν ρολ, rock and roll

noun (style of 1950s pop music)

(ουσιαστικό θηλυκό/ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού ή ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. η/το ντο (νότα), η/το ροκ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Rock and roll was considered scandalous in the early 1950s. Elvis Presley was perhaps the most famous rock 'n' roll performer ever.

ροκ εν ρολ, rock and roll

noun (modern rock music)

(ουσιαστικό θηλυκό/ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού ή ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. η/το ντο (νότα), η/το ροκ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I don't care for hip-hop or rap - I prefer rock and roll.

ξαναρίχνω ζαριά, ξαναρίχνω τα ζάρια

intransitive verb (throw dice once more)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In Acey-Deucy Backgammon, when a player rolls doubles, he can make his move, then roll again.

γυρίζω τον χρόνο πίσω

verbal expression (figurative (return to earlier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The band rolled back the years when they played their old hits.

γυρίζω το χρόνο πίσω

verbal expression (figurative (return to earlier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can roll back time only in your memory or in your imagination.

δοκός προστασίας

(vehicle: transverse bar) (προστασία από ανατροπή)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κουβούκλιο προστασίας

(racing cars) (σε περίπτωση ανατροπής)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παρουσίες

noun (register of names read aloud) (διαδικασία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The squadron turned out for roll call.

λίστα

noun (figurative (long list of names)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm a long way down the roll call so my chances of getting the job are small.

κυλώ

(droplet: move downwards)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A tear rolled down the little girl's cheek.

κυλώ από κτ

(move down a slope)

The marble rolled down the ramp.
Η μπίλια κύλησε από τη ράμπα και έπεσε.

κατεβάζω

(window shade: close)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Barbara rolled down the window shade.

κυλώ κτ σε κτ

(push down a slope)

Dan rolled the ball down the hill.
Ο Νταν κύλησε τη μπάλα στον λόφο.

μείωση τιμής εξάσκησης, μείωση τιμής άσκησης οψιόν

noun (economy: lower strike price option) (οικονομία: δικαίωμα προαίρεσης)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φιλμ

noun (photographic film on a spool)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αριθμός πελάτη

noun (UK (building society)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Some building society accounts have a roll number.

ρολό φιλμ

noun (spool of film for a camera)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Digital cameras have made rolls of film obsolete. When she was taking pictures, she had to stop to change a roll of film.
Οι ψηφιακές κάμερες έκαναν άχρηστα τα ρολό φιλμ.

κατάλογος πεσόντων, κατάλογος ηρωικώς πεσόντων

noun (US (list of heroes) (που πρόκειται να τιμηθούν)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Soldiers killed during the First World War have been commemorated in a roll of honour.

πέφτω

(round object: fall off [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ball rolled off the porch.

κυλάω

(cause [sth] round to fall off [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roll the marble off the table—the cat will chase it!

άντε, αμάν

interjection (informal (impatience, longing)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
It's been a terrible week at work. Roll on Friday evening!

roll on, ρολ ον

noun (product applied with a roller ball)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
This pain-relief gel is available as a roll-on.

σε μορφή roll on, σε μορφή ρολ ον

adjective (applied with a roller ball)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I prefer roll-on deodorants to sprays.

ανοίγω

(flatten with a rolling pin) (ζύμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roll out the pastry thin and even.
Άνοιξε τη ζύμη ώστε να γίνει λεπτή και ομοιόμορφη.

πρώτη παρουσίαση

noun (aircraft: first public viewing)

The rollout of the first Concorde took place in 1967.

παρουσίαση, διάθεση

noun (launch of a program or product)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The supermarket's rollout of 500 self-checkout machines went smoothly.

ελιγμός κατά τον οποίο ο μεσοεπιθετικός (quarterback) κινείται προς την πλάγια γραμμή

noun (American football maneuver) (αμερικανικό ποδόσφαιρο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The quarterback executed a perfect rollout.

σηκώνομαι από το κρεβάτι

verbal expression (US, Informal (get up from bed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The professor's hair was always a mess, as if he'd just rolled out of bed. The children normally roll out of bed late on Saturdays.
Τα μαλλιά του καθηγητή ήταν πάντα ανακατεμένα σαν να είχε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι.

μεταφέρω

(figurative, often passive (jackpot: add to next draw)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If nobody wins the lottery, the prize is rolled over to the following week's draw.
Εάν κανείς δεν κερδίσει το λαχείο το έπαθλο μεταφέρετε στην κλήρωση της επόμενης εβδομάδας.

περνάω με το ποντίκι, περνάω τον κέρσορα

(internet: move cursor over) (πάνω από κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Roll over the image and you'll see it change.
Πέρνα με το ποντίκι πάνω από την εικόνα και θα τη δεις να αλλάζει.

περνάω πάνω από κτ με κτ

(cursor: move over)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The image changes when you roll the cursor over it.
Η εικόνα θα αλλάξει εάν περάσεις τον κέρσορα από πάνω της.

πατάω, πατώ

(wheel, etc.: run over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ouch! Your bicycle wheel just rolled over my foot!
Άου! Η ρόδα του ποδηλάτου σου μου πάτησε το πόδι!

επενδύω κάτι σε κάτι

verbal expression (figurative (profits: reinvest) (άλλη μία φορά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I took the money I made on my first rental property and rolled it over into a second.

νικάω, νικώ

(figurative (sport: defeat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In the final game, Brazil rolled over Canada 15 to 2.
Στον τελικό αγώνα η Βραζιλία νίκησε τον Καναδά 15-2.

Έλα!

interjection (dated (Come and see!)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The stallholder called out, "Roll up! Roll up! All ladies' shoes now half price!"
Ο υπαίθριος πωλητής φώναξε, «Ελάτε! Ελάτε! Όλα τα γυναικεία παπούτσια τώρα στη μισή τιμή!»

σηκώνω τα μανίκια μου, ανεβάζω τα μανίκια μου

verbal expression (sleeves: push, fold up)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I rolled up my sleeves so that they wouldn't get stained with paint.

σηκώνω τα μανίκια

verbal expression (figurative (prepare for work) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's time to roll up my sleeves and get to work on my income tax returns.

μαθαίνω να τα βγάζω πέρα

verbal expression (figurative, informal (learn to survive adversity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση

verbal expression (look upwards in exasperation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I heard about his latest get-rich-quick scheme I rolled my eyes.

λαιμόκοψη ζιβάγκο

noun (mainly UK (collar: folded over)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
This sweater has a roll neck.

ζιβάγκο

adjective (mainly UK (garment: with folded collar)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Joseph bought a roll-neck jumper.

ro-ro, ρο-ρο

adjective (ship: transporting vehicles) (πλοίο)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Roll-on/roll-off ferries operate out of the port.

γραφείο με συρόμενο κάλυμμα

noun (desk with sliding cover)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

που τυλίγεται

adjective (can be rolled up)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Andrea takes a roll-up mat to her yoga class.

στριφτό

noun (UK, informal (cigarette)

Jon smokes roll-ups because they are cheaper than manufactured cigarettes.

κόσμος

noun (AU, informal (crowd at a gathering)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λουκανικόπιτα

noun (UK (pastry containing sausage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σπρινγκ ρολ

noun (Asian food)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τσουρεκάκι

(bun)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του roll στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του roll

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.