Τι σημαίνει το ya στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ya στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ya στο ισπανικά.

Η λέξη ya στο ισπανικά σημαίνει κιόλας, ήδη, ήδη, τώρα, ήδη, τώρα, πλέον, επιτέλους, ακόμα, αυτή τη στιγμή, μέχρι αυτή την ώρα, τώρα, ακριβώς τώρα, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, μέχρι τώρα, ως τώρα, αμέσως, άμεσα, φτάνει πια, μηχανικά, αμέσως, άμεσα, κατάλαβα, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!, ανεξαρτήτως, γιατί, επειδή, Πάμε!, καιρός είναι, εφόσον, αφού, επειδή, καθώς, προαναφερθείς, με παίρνουν τα χρόνια, έτοιμος, δεδομένου, επειδή, πια, βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα, αμέσως, άμεσα, άμεσα, αμέσως, αμέσως μετά, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, ακόμα και τότε, ακόμα και σε εκείνη την περίπτωση, ακόμα και στην περίπτωση που, πια, πλέον, δεδομένου ότι, εν τω μεταξύ, για όσο καιρό, με δεδομένο ότι, δεδομένου ότι, ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι/πως, λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι/πως,, είναι ώρα, είναι καιρός, και πολύ άργησε, τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά, οι Γραφές λένε ότι, το λένε κι οι Γραφές, όχι πια, Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;, Άντε πάλι!, Σταμάτα!, όπως ήδη γνωρίζετε, όπως ξέρετε, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν, θέαμα, στο οποίο έχουν κλειστεί όλες οι θέσεις και υπάρχει χώρος μόνο για όρθιους, αυτό είναι άλλη ιστορία, Κόφτε το!, το ξέρω, κατάλαβα, εώς εδώ και μη παρέκει, καιρός είναι, την κάνω, Τι είπες;, Πως είπες;, Πως το πες αυτό;, Καλώς ήρθες στον κλαμπ!, Τι λες τώρα!, κόφτο!, εννοείται, μπουχτίζω, μπαφιάζω, χάνω τη στύση, υπερβάλλω, δεν παράγομαι πια, πλησιάζω, είμαι κοντά, επίκειμαι, αυτή τη στιγμή, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο, πάει και αυτό, ως εδώ, ως εδώ και μη παρέκει, συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε, πολύ θα' θελα, που τέτοια τύχη, παύω να είμαι, πιάνω δουλειά σε κτ, όχι πλέον, όχι πια, εκτός χρήσης, έλα!, όχι δα!, φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρε, παρεπιπτόντως, Άντε από δω!, Άντε από δω!, δεν πρόκειται να ξανακάνω κτ, η κατάλληλη ώρα, ακόμη και αν + ρήμα, σκασίλα μου, πρόβλημά σου, μια ψυχή που είναι να βγει, ξέρεις ποιος, -. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ya

κιόλας, ήδη

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No puedo creer que ya te hayas terminado el pastel. Comes muy rápido.
Δεν το πιστεύω ότι έφαγες κιόλας την τούρτα σου; Τι γρήγορα που τρως!

ήδη

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ya he estado en París.
Έχω ήδη πάει στο Παρίσι.

τώρα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nos vamos ya.
Φεύγουμε τώρα.

ήδη

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ella ya estaba casada cuando la conocí.
Ήταν ήδη παντρεμένη όταν την γνώρισα.

τώρα, πλέον

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ya entiendo por qué no quieres conocerlo.
Καταλαβαίνω πλέον γιατί δεν θέλεις να τον γνωρίσεις.

επιτέλους

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vámonos ya, tenemos solo 20 minutos.
Πάμε, επιτέλους! Έχουμε μόνο είκοσι λεπτά.

ακόμα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Ya llegamos?
Φτάσαμε ή ακόμα;

αυτή τη στιγμή

adverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¡Ven aquí ya!

μέχρι αυτή την ώρα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Normalmente ya estaría en en la cama. Ya deberías haber terminado de estudiar para el examen.
Συνήθως είμαι στο κρεβάτι μέχρι αυτή την ώρα. Μέχρι αυτή την ώρα θα έπρεπε να έχεις τελειώσει τη μελέτη σου για το διαγώνισμα.

τώρα, ακριβώς τώρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Harás ya tu tarea!
Θα κάνεις τα μαθήματά σου τώρα!

αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Necesito una respuesta ya.

μέχρι τώρα, ως τώρα

adverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Los invitados ya deberían haber llegado; la cena se está enfriando.
Οι καλεσμένοι θα έπρεπε να έχουν έλθει ως τώρα. Τo φαγητό κρυώνει.

αμέσως, άμεσα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No puedo esperar, lo necesito ya.

φτάνει πια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bueno, ¡ya! Quizás podemos hablar de otra cosa ahora.

μηχανικά

(μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αμέσως, άμεσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me paso inmediatamente a verte.

κατάλαβα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ah, comprendido. Gracias por la explicación.
Κατάλαβα. Ευχαριστώ για την εξήγηση.

Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Corredores: ¡preparados, listos, ya!

ανεξαρτήτως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Todas las personas, ya sean ricas o pobres, pueden verse afectadas por un desastre natural.

γιατί, επειδή

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Llegué tarde porque olvidé programar el despertador.
Άργησα διότι ξέχασα να ρυθμίσω το ξυπνητήρι μου.

Πάμε!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
En sus marcas, listos, ¡fuera!
Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!

καιρός είναι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Voy a postularme para el trabajo." "¡Finalmente!"
«Θα κάνω μια αίτηση εργασίας». «Καιρός ήταν!»

εφόσον, αφού

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Yo haré la cena porque tú estás muy ocupada.
Θα μαγειρέψω εγώ το βραδινό, αφού είσαι τόσο απασχολημένος.

επειδή, καθώς

(επίσημο)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Sé que es culpable porque lo vi hacerlo.

προαναφερθείς

(επίσημο)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
El documento ya mencionado explicará los beneficios del programa.
Το προαναφερθέν έγγραφο θα εξηγεί τα πλεονεκτήματα του προγράμματος.

με παίρνουν τα χρόνια

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi perro está ya mayor, pero sigue persiguiendo autos.
Τον σκύλο μου τον πήραν τα χρόνια, αλλά ακόμα κυνηγάει αυτοκίνητα.

έτοιμος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La comida ya hecha no es tan sana como la natural.

δεδομένου, επειδή

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

πια

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Ya no puedo aguantar este calor!
Δεν αντέχω άλλο αυτή την αποπνικτική ζέστη πια!

βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"¿Me prestas tu bolígrafo un momento?" "¡Por supuesto!"
«Μπορώ να δανειστώ μια στιγμή το στυλό σου;» «Βεβαίως!»

αμέσως, άμεσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me ordenó que lo hiciera de inmediato porque no podía esperar.
Με πρόσταξε να το κάνω αμέσως επειδή δεν μπορούσε να περιμένει.

άμεσα, αμέσως, αμέσως μετά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Voy a enviar esa encomienda ya mismo, para asegurarme de que llegue a tiempo.

αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Ralph! ¡Será mejor que vengas aquí ya mismo si no quieres que te dé una zurra!
Ραλφ! Έλα εδώ αμέσως (or: τώρα) αλλιώς θα σε δείρω! Σταμάτα αυτή την στιγμή!

ακόμα και τότε, ακόμα και σε εκείνη την περίπτωση, ακόμα και στην περίπτωση που

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tenía solo cinco años, pero ya entonces sabía que la guerra era algo terrible.

πια, πλέον

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El número que ha marcado ya no está en servicio.
Ο αριθμός που καλέσατε δεν λειτουργεί πια (or: πλέον).

δεδομένου ότι

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es cierto, y así se demostró en el tribunal.
Αληθεύει, αφού αποδείχτηκε στο δικαστήριο.

εν τω μεταξύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

για όσο καιρό

locución conjuntiva

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Puesto que antes me diste un permiso escrito, ahora no podés protestar.

με δεδομένο ότι, δεδομένου ότι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dado que no estabas escuchando, ahora veo por qué no entiendes.
Δεδομένου ότι δεν πρόσεχες και πολύ, μπορώ να αντιληφθώ γιατί δεν καταλαβαίνεις.

ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς

locución conjuntiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ya sea que llueva o no, iremos al partido.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα πάμε στον αγώνα έτσι κι αλλιώς, βρέξει δεν βρέξει.

λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι/πως, λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι/πως,

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dado que está lloviendo mucho, vamos a cancelar el partido.

είναι ώρα, είναι καιρός

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Ya va siendo hora de que vaya al médico, lo he postergado cuatro veces.

και πολύ άργησε

expresión (informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Parece que ha llegado la primavera, ¡ya era hora!

τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Conocí a tu madre en un bar, y el resto es historia.

οι Γραφές λένε ότι, το λένε κι οι Γραφές

locución verbal (θρησκεία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Según el oráculo, el fin del imperio ya está escrito.

όχι πια

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Antes viajaba mucho, pero ya no.
Συνήθιζα να ταξιδεύω πολύ αλλά όχι πια.

Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;

(restaurante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Άντε πάλι!

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando Mike empezó a contar sus historias de fútbol, su esposa dijo "ya empezamos de nuevo"

Σταμάτα!

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

όπως ήδη γνωρίζετε, όπως ξέρετε

(σε πολλούς ή ευγενικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Como sabes, el edificio será destruido el sábado.
Όπως ήδη γνωρίζετε, το κτίριο θα κατεδαφιστεί το Σάββατο.

όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέαμα, στο οποίο έχουν κλειστεί όλες οι θέσεις και υπάρχει χώρος μόνο για όρθιους

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτό είναι άλλη ιστορία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cantar pop es relativamente fácil, pero cantar ópera... Eso ya es otra cosa.

Κόφτε το!

interjección (ES, informal)

¡Cortar ya la bronca o llamo a la poli!

το ξέρω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Ya sé eso! ¡No tienes que explicármelo!
Το ξέρω αυτό! Δε χρειάζεται να μου το εξηγείς!

κατάλαβα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Así que no te gusta esta oficina? Ya veo. Intentaremos mudarte a otro pronto.
Ώστε δεν σου αρέσει αυτό το γραφείο; Κατάλαβα. Θα προσπαθήσουμε να σε μετακινήσουμε το συντομότερο δυνατόν.

εώς εδώ και μη παρέκει

interjección

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καιρός είναι

(impaciencia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ya era hora de que me devolvieras el libro.
Καιρός είναι να επιστρέψεις το βιβλίο μου!

την κάνω

interjección (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τι είπες;, Πως είπες;, Πως το πες αυτό;

locución interjectiva (ES) (έκπληξη, δυσφορία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Καλώς ήρθες στον κλαμπ!

locución interjectiva (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τι λες τώρα!

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
—Me ha tocado la lotería. —¡Venga ya!

κόφτο!

locución interjectiva (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εννοείται

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
De más está decir, no dejes la bicicleta sin candado en la ciudad.

μπουχτίζω, μπαφιάζω

interjección (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No puedo hacer más este trabajo, ¡ya basta!
Δεν μπορώ να κάνω άλλο αυτή τη δουλειά, μπούχτισα!

χάνω τη στύση

(ES, coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Desde que le dejó su ex ya no se le levanta

υπερβάλλω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δεν παράγομαι πια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo lamento señora pero ese modelo de refrigerador ha sido discontinuado. Déjeme mostrarle nuestros nuevos modelos.
Λυπάμαι κυρία, αυτός ο τύπος ψυγείου δεν παράγεται πια. Αφήστε με να σας δείξω τα καινούρια.

πλησιάζω, είμαι κοντά, επίκειμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El Año Nuevo llega ya.
Η Πρωτοχρονιά πλησιάζει.

αυτή τη στιγμή

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ya mismo estoy ocupado; ¿podrías venir después?

δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
-Jake y Anthea subieron juntos a la habitación. -Ya está todo dicho.

πάει και αυτό

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Suspendí el examen de ingreso otra vez. ¡Ya fue!

ως εδώ, ως εδώ και μη παρέκει

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Ya está bien! ¡Todo ese ruido tiene que parar!
Ως εδώ! Όλη αυτή η φασαρία πρέπει να σταματήσει!

συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε

locución interjectiva (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Ya vale! Deja de preocuparte que no es para tanto.
Δεν είναι κάτι για το οποίο αξίζει να εκνευριστείς τόσο πολύ. Ξεκόλλα!

πολύ θα' θελα, που τέτοια τύχη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Si me gané la lotería? ¡Ya me gustaría!
Αν κέρδισα το λαχείο; Πού τέτοια τύχη;

παύω να είμαι

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Siento decirte que tu conversación ya no es interesante para mí.

πιάνω δουλειά σε κτ

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ollie empezó ya a poner el empapelado.

όχι πλέον, όχι πια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Barry fumaba mucho, pero ya no.
Κάποτε ο Μπάρι ήταν μανιώδης καπνιστής, αλλά όχι πια.

εκτός χρήσης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έλα!, όχι δα!

(ES, coloquial) (καθομιλουμένη, για δυσπιστία ή διαφωνία)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Anda ya! ¡Tienes que estar bromeando!
Έλα! (or: Όχι δα!) Πρέπει να αστειεύεσαι!

φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρε

interjección (ES, coloquial)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Viste a la Reina en el mercado de Burnley? ¡Anda ya!
Είδες τη Βασίλισσα στην αγορά του Μπέρνλεϊ; Παράτα μας! (or: Άντε ρε!)

παρεπιπτόντως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Άντε από δω!

(tú)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Esperas que me crea eso? ¡Anda!

Άντε από δω!

(tú)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿De verdad Brett dijo eso? ¡Anda ya!

δεν πρόκειται να ξανακάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Soy graduado universitario; ¡ya basta de servir mesas!

η κατάλληλη ώρα

locución interjectiva

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ακόμη και αν + ρήμα

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκασίλα μου, πρόβλημά σου

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Ya dije! Tendrás que aceptarlo.

μια ψυχή που είναι να βγει

(AR, coloquial) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No quiero hacerlo, pero ya fue.
Δεν θέλω να το κάνω, αλλά δε γαμιέται...

ξέρεις ποιος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-

locución verbal (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ya no puedo aguantar despierto toda la noche.
Δεν μπορώ πια να μένω ξύπνιος όλη νύχτα.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ya στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.