Τι σημαίνει το pasado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pasado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pasado στο ισπανικά.

Η λέξη pasado στο ισπανικά σημαίνει παρελθόν, αόριστος, παρελθόν, παρελθόν, παραμαγειρεμένος, περασμένος, ντεμοντέ, υπερώριμος, που έχει περάσει, παρελθοντικός χρόνος, παλιός, παρελθόν, πιωμένος, παλιά, παρελθόν, σάπιος, ξεπερασμένος, παρωχημένος, συμβαίνω, περνάω, περνάω γρήγορα, μπαίνω σε κτ, κυλώ αργά, προκύπτω, συμβαίνω, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, ξεπερνάω, περνώ, περνάω από δίπλα, περνάω, περνώ, δίνω, προσπερνάω, δίνω, παραμένω αμέτοχος, περνάω, περνώ, περνάω, ξεπερνάω, δίνω κτ σε κπ άλλο, έρχομαι, περνάω, περνώ, συμβαίνω, δίνω, μένω, δίνω, περνάω, δίνω, μεταφέρω, δίνω, περνάω, περνώ, τρίβω, περνάω, περνώ, -, τα βγάζω πέρα, έρχομαι, συμβαίνω, φεύγω, περνάω, περνώ, κάνω ντούκου, κάνω check, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πασάρω, περνάω, περνώ, συμβαίνω, πάω πάσο, περνάω, περνώ, κυλάω, σχίζω, περνάω, περνώ, περνάω γρήγορα, περνάω, περνάω, δίνω, περνώ, περνάω, περνώ, παραμελώ, αμελώ, παίρνω το δρόμο μου, περνώ, πηγαίνω μπροστά, παίρνω προβάδισμα, επισκέπτομαι, παλιομοδίτικος, παρελθοντικός, περασμένος, ξεπερασμένος, παλιομοδίτικος, παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος, ποσέ, που δεν είναι στη μόδα, που δεν είναι της μόδας, ευχάριστος, χαρούμενος, παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος, κακόγουστος, ξεπερασμένος, παλιομοδίτικος, ντεμοντέ, τα παλιά τα χρόνια, μουχλιασμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pasado

παρελθόν

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En el pasado solíamos lavar la ropa a mano.
Παλιά πλέναμε τα ρούχα στο χέρι.

αόριστος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La palabra "comió" es el pasado de "comer".
Ο αόριστος του «τρώω» είναι «έφαγα».

παρελθόν

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El pasado ayuda a explicar el presente.

παρελθόν

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bajo una apariencia amable, escondía su pasado a los demás.

παραμαγειρεμένος

(μαγειρική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Olvidé apagar la estufa y el brócoli quedó recocido.
Ξέχασα να κλείσω το μάτι της κουζίνας και το μπρόκολο παράβρασε.

περασμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los maleteros de las estaciones de tren pertenecen a una era pasada.

ντεμοντέ

(ES, coloquial)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

υπερώριμος

(φρούτα, λαχανικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es buena usar bananas pasadas para hacer pan de banana. De hecho, ¡el pan sabe mejor así!

που έχει περάσει

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρελθοντικός χρόνος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Para mañana, escriban estas oraciones en el pasado.

παλιός

adjetivo (ES)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un chiste pasado pero siempre me hace reír.

παρελθόν

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su fascinante pasado incluía viajes a otros países.
Το συναρπαστικό παρελθόν του περιλαμβάνει ταξίδια σε άλλες χώρες.

πιωμένος

(AR, coloquial) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Estaba tan pasado con todo lo que tomó que apenas podía hablar.

παλιά

nombre masculino

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Minifaldas? ¡Eso es algo del pasado!

παρελθόν

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σάπιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Henry tiró la manzana podrida en el compost.
Ο Χένρι πέταξε τα χαλασμένα μήλα στον σωρό με το κομπόστ.

ξεπερασμένος, παρωχημένος

(idea, concepto)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El anciano profesor todavía enseñaba teorías económicas obsoletas.

συμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περνάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La multitud miraba cómo pasaba el desafile.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η πομπή.

περνάω γρήγορα

verbo intransitivo

μπαίνω σε κτ

(καθομιλουμένη)

κυλώ αργά

verbo intransitivo (tiempo) (χρόνος)

Ellos se empezaron a aburrir a medida que pasaba el tiempo.
Άρχισαν να βαριούνται, καθώς δεν έλεγε να περάσει η ώρα.

προκύπτω, συμβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La idea de David de empezar su propio negocio pasó después de haber perdido el trabajo.
Η ιδέα του Ντέιβ να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση προέκυψε αφότου έχασε τη δουλειά του.

περνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ray pasó con su camión.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando Emily estaba enferma, se sentaba al lado de la ventana y saludaba a cualquiera que pasara.
Όταν η Έμιλι ήταν άρρωστη καθόταν κοντά στο παράθυρο και χαιρετούσε όποιον περνούσε.

περνάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Solamente paso para contarte de la fiesta del sábado.
Πέρασα να σου πω για το πάρτι του Σαββάτου.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No puedo creer que las vacaciones se hayan terminado. ¡El tiempo pasa tan rápido!
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι διακοπές τέλειωσαν κιόλας. Πέρασε πολύ γρήγορα ο καιρός!

περνάω, ξεπερνάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Habían caído piedras en el camino, y no pudimos pasar.

περνώ

verbo intransitivo (χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El tiempo pasa pero la gente no cambia.

περνάω από δίπλα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve pasó más temprano cuando no estabas, le dije que lo llamarías en cuanto volvieses.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Podrías pasarme el libro que está por allá, por favor?
Θα μπορούσες να μου δώσεις εκείνο εκεί το βιβλίο, σε παρακαλώ;

προσπερνάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El autobús pasó a mi lado sin detenerse.
Το λεωφορείο με προσπέρασε χωρίς να σταματήσει.

δίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre le paso mis libros preferidos a mi hermana.

παραμένω αμέτοχος

verbo intransitivo (coloquial) (ΗΠΑ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Yo estoy cansada, así que paso de este baile.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La multitud observó mientras pasaba el desfile.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η παρέλαση.

περνάω, ξεπερνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El conductor no pudo pasar la barricada.

δίνω κτ σε κπ άλλο

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Agarra una galletita y pásala.
Πάρε ένα μπισκότα και δώστα και στους υπόλοιπους.

έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La abuela y el abuelo pasaron hoy y tomamos el té.
Ο παππούς και η γιαγιά ήρθαν επίσκεψη σήμερα και ήπιαμε όλοι τσάι.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (tiempo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a pasar el día con mi familia.
Θα περάσω την μέρα με την οικογένεια μου.

συμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δίνω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Me pasas el bolígrafo, por favor?
Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το στυλό, σε παρακαλώ;

μένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le pedí que se pasará la noche.
Της ζήτησα να μείνει το βράδυ.

δίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le pasó la pluma a ella.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι σε παρακαλώ;

περνάω, δίνω

verbo transitivo (έμφαση στη μεταφορά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pasa el plato de la mantequilla a tu hermana, por favor.

μεταφέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si nadie gana la lotería el premio pasa al pozo de la próxima semana.
Εάν κανείς δεν κερδίσει το λαχείο το έπαθλο μεταφέρετε στην κλήρωση της επόμενης εβδομάδας.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El le pasó el bolígrafo a ella.
Της έδωσε το στυλό.

περνάω, περνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pasó el examen de manejo en su primer intento.
Πέρασε τις εξετάσεις οδήγησης με την πρώτη.

τρίβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George pasó su mano por el lomo del gato.
Ο Τζώρτζ έτριψε το χέρι του στην πλάτη της γάτας.

περνάω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El autobús pasó sin detenerse en nuestra parada.
Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς.

-

verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¿Me puedes pasar el libro, por favor?
Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο, σε παρακαλώ;

τα βγάζω πέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι, συμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A los que saben esperar les pasan cosas buenas.

φεύγω

(χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los fines de semana pasan muy rápido.
Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El sofá sencillamente no pasa por la puerta.

κάνω ντούκου, κάνω check

verbo intransitivo (póquer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Vas a apostar o vas a pasar?

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pasó al próximo nivel del juego.

περνάω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tarjeta de cumpleaños pasó de una mano a otra para que todos la firmaran.

πασάρω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él pasó el balón, luego corrió hacia la portería.

περνάω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pareciera que el tiempo pasa más rápido cada año.

συμβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Te sorprendería saber todo lo que ha pasado desde el accidente.

πάω πάσο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puedes jugar o pasar.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La oportunidad ha pasado.

κυλάω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El tiempo pasa.

σχίζω

(μτφ: τον αέρα, το νερό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pablo tiró la pelota y pasó por el aire.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
John me saludó desde el coche cuando pasaba.

περνάω γρήγορα

verbo transitivo

Pasó un cepillo por su cabello.

περνάω

(abertura, paso estrecho) (κάτω από κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El tope del camión pasó por debajo del puente con varios centímetros de margen.

περνάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nos encontraremos después de que pases la aduana.

δίνω

verbo transitivo

Pasaron las palomitas a todos en la mesa.

περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνάω, περνώ

(κόκκινο φανάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Audrey la paró la policía cuando se pasó un semáforo en rojo.

παραμελώ, αμελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desde que su mujer murió se ha abandonado y su casa es un desastre.

παίρνω το δρόμο μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνώ

(χρόνος, ώρα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Transcurrió una hora hasta que finalmente llegó la policía.

πηγαίνω μπροστά

(película)

Adelantá hasta los últimos cinco minutos del clip que es la parte más divertida.

παίρνω προβάδισμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επισκέπτομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sólo tuve tiempo de asomarme a saludar antes de tener que volver al trabajo.

παλιομοδίτικος

(αποδοκιμασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El punto de vista de mis padres sobre el matrimonio está anticuado.
Οι απόψεις των γονιών μου για τον γάμο είναι παρωχημένες.

παρελθοντικός

(gramática) (γραμματική: χρόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En ocasiones, él utiliza incorrectamente el pretérito.

περασμένος

locución adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los eventos del pasado han terminado; concentrémonos en el presente.

ξεπερασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ya nadie usa esa expresión coloquial: está anticuada.

παλιομοδίτικος

(voz francesa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un vestido negro nunca estará demodé.
Ένα μικρό μαύρο φόρεμα δεν είναι ποτέ ξεπερασμένο.

παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ποσέ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

που δεν είναι στη μόδα, που δεν είναι της μόδας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευχάριστος, χαρούμενος

(época)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La vieja anciana recordó su infancia como una época feliz.

παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακόγουστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεπερασμένος, παλιομοδίτικος, ντεμοντέ

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El estilo de sofá de los 70 es anticuado.
Ο καναπές με στυλ δεκαετίας '70 είναι ξεπερασμένος.

τα παλιά τα χρόνια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Antiguamente, los niños de 7 años debían trabajar en las fábricas.

μουχλιασμένος

(ξεπερασμένος, μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pasado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του pasado

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.