Τι σημαίνει το a στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης a στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του a στο πορτογαλικά.

Η λέξη a στο πορτογαλικά σημαίνει a, με, ως, έως, -, Α, Α, α, Α, α-, σε, σε, σε σχέση με, απέναντι σε, σε, με, με, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, προς, ο, η, το, ο, η, το, ο ιδανικός, ο καλύτερος, σε, την, για, με, με, με, με, στην, στις, οι, αντίθετος, βιαστικός, τυλιγμένος στις φλόγες, μυστικός, επίχρυσος, αλεξίσφαιρος, Σία, αντιδραστικός, επιθετικός, ιστορικά ατεκμηρίωτος, ιστορικά ανεπιβεβαίωτος, οφειλόμενος, απρόβλεπτος, αμφίβολος, με βραχεία κεφαλή, στην ώρα μου, λογικός, συνετός, καθοριστικός, δεν υπάρχει, μου έχει δεθεί η γλώσσα κόμπος, χειροποίητος, παβλοφικός, τεθωρακισμένος, δηλαδή, μπροστά, εμπρός, μ.Χ., αρχικά, παρεμπιπτόντως, βίαια, π.Χ., από εδώ και πέρα, εν ψυχρώ, φτηνά, φθηνά, για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινής, εδώ, σε αυτό το μέρος, σε αυτό το σημείο, πολύ σύντομα, πλατιά, από μακριά, παρεμπιπτόντως, άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου, πλυντήριο πιάτων, ιππασία, περπάτημα, δικτύωση, κότερο, σνίτσελ, αλογάκι της παναγίας, απολυτήριες εξετάσεις, στήριγμα κεφαλιού, Αμερικανική Ένωση για την Πρόληψη της Βίας κατά των Ζώων, σκωτσέζικα αβγά, συζήτηση πρόσωπο με πρόσωπο, συζήτηση τετ α τετ, Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, whack-a-mole, γρονθοκόπημα, καλοί τρόποι, αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε, προς, υπόψιν, για να, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, εναντίον, κατά, εμείς, μας, -ως, -α, ξεροβήχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης a

a

substantivo masculino (1a letra do alfabeto) (λατινικό αλφάβητο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Há duas letras "a" no nome Ana.
Το όνομα «Άννα» έχει δύο άλφα.

με

preposição (em relação a, a+o=ao)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A mesa estava paralela ao chão. Ele reagiu com ternura ao ataque dela.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει τα μέσα δύο πλευρών ενός τριγώνου είναι παράλληλο προς την τρίτη πλευρά και ίσο με το μισό της.

ως, έως

preposição (alcance, extensão)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
No verão a temperatura varia de 30 a 40 graus.
Το καλοκαίρι η θερμοκρασία είναι τριάντα με σαράντα βαθμούς Κελσίου.

-

preposição (comparado com) (μεταξύ των βαθμών)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
O Manchester United ganhou o jogo de quatro a dois.
Η Μάντσεστερ κέρδισε τον αγώνα με 4-2.

Α

(nota escolar) (δημοτικό)

Eu tirei A no meu teste de história.
Πήρα 20 στο τεστ ιστορίας.

Α

substantivo masculino (tipo sanguíneo) (ομάδα αίματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Meu tipo sanguíneo é A.

α

substantivo masculino (subdivisão, parte) (δηλωτικό υποκατηγορίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Qual a resposta da questão 3a?

Α

substantivo masculino (indicação, ordem) (διεύθυνση κτηρίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Quem mora na Baker Street, 221A?
Ποιος έμενε στην Οδό Μπέικερ 221Α;

α-

prefixo (contra; em oposição)

Por exemplo: apolítico, arritmia.

σε

preposição (cálculo) (για ποσό, για υπολογισμό)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Chega a trinta e três dólares, noventa e quatro centavos.
Ανέρχεται σε τριάντα τρία δολάρια και ενενήντα πέντε λεπτά.

σε

preposição (δείχνει προσθήκη)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Os encargos extras agravaram o sofrimento.

σε σχέση με

preposição (oposição)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As amoras desse ano são inferiores as da colheita do último ano.

απέναντι σε

preposição (δείχνει αντίδραση)

Ele reagiu com ternura à explosão dela.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ele foi à loja. Ele saiu para jantar.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πήγε σε ένα εστιατόριο να φάει.

με

preposição (posição: em relação)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
O trilho esquerdo é paralelo ao trilho direito.

με

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Estou falando em geral, em relação aos seus esforços esta semana. // Nora manteve sua opinião.

ο, η, το

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
O menino foi passear. // Os gatos estavam todos miando alto.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το αγόρι πήγε μια βόλτα.

ο, η, το

(antes de nome próprio)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Eu sou parte da igreja Católica.
Είμαι μέρος της καθολικής εκκλησίας.

ο, η, το

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
A lua está brilhando forte hoje à noite.
Το φεγγάρι είναι πολύ φωτεινό απόψε.

ο, η, το

(antes de um título)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
O repórter fez uma pergunta ao presidente.
Ο δημοσιογράφος έκανε μια ερώτηση στον Πρόεδρο.

ο, η, το

(antes de superlativo)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Esse foi o teste mais fácil.
Αυτό ήταν το ευκολότερο τεστ.

ο, η, το

(representando um todo)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
O jornal tem um papel no futuro na sociedade?
Η εφημερίδα έχει θέση στο μέλλον της κοινωνίας μας;

ο, η, το

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
A capital do mirtilo nos EUA é o Maine.
Η πρωτεύουσα των άγριων μύρτιλων στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι το Μέιν.

ο, η, το

(para ideia abstrata)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Eu estou interessado nos pobres.
Ενδιαφέρομαι για τους φτωχούς.

προς

preposição (razão) (αναλογία)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A proposta foi derrotada numa proporção de três votos por (or: a) um.
Η πρόταση καταψηφίστηκε με εφτά ψήφους προς δύο.

ο, η, το

(artigo definido: representando parte do corpo)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Este chapéu fica melhor sobre a testa.

ο, η, το

(artigo definido: suficiente)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Quando tiver o dinheiro, comprarei um diamante para você.

ο ιδανικός, ο καλύτερος

artigo (diante de substantivo: ênfase)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Angelina é o lugar para tomar chocolate quente em Paris.
Το καφέ Ατζελίνα είναι το τέλειο μέρος για ζεστή σοκολάτα στο Παρίσι.

σε

preposição (χρόνος)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
O trem sai às nove horas.
Το τρένο φεύγει στις εννιά ακριβώς.

την

pronome (objeto direto de ela) (αιτιατική)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Você a tem visto?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δώσε το στυλό σε αυτήν, όχι σε μένα.

για

preposição (para)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ele está aqui a negócios.
Είναι εδώ για δουλειές.

με

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
O carro dele é a diesel. Você veio aqui a pé?
Το αυτοκίνητό του λειτουργεί με ντίζελ. Ήρθες εδώ με τα πόδια;

με

preposição (χρονικό διάστημα)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
As coisas ficaram mais tensas minuto a minuto. Eles desceram a rua dois a dois.
Περπατούσαν στο δρόμο ανά δύο.

με

(unidade de medida)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ela comprou ovos à dúzia.
Αγόρασε αυγά με την ντουζίνα. Πληρωνόμαστε με την ώρα.

με

contração

Amamos comer à luz de velas.

στην, στις

preposição (για ώρα)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Kevin trabalha à noite. O casal idoso sempre caminha às 4 da tarde.
Ο Κέβιν δουλεύει το βράδυ (or: τα βράδια). Το ηλικιωμένο ζευγάρι βγαίνει, πάντα, για βόλτα στις 4 μ.μ.

οι

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Os Simpsons são uma família fictícia famosa.

αντίθετος

(em oposição a)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Τα τέρματα ήταν στα αντίθετα (or: απέναντι) άκρα του γηπέδου.

βιαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Foi obviamente um trabalho apressado, contendo muitos erros.
Ήταν εμφανώς προχειροδουλειά που περιείχε πολλά λάθη.

τυλιγμένος στις φλόγες

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μυστικός

(agente, policial: espionando)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ένας μυστικός πράκτορας συμφώνησε να του πουλήσει ναρκωτικά.

επίχρυσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αλεξίσφαιρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Σία

(Sociedade Anônima) (σντμ, εταιρεία: συντροφιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντιδραστικός, επιθετικός

(συζήτηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ιστορικά ατεκμηρίωτος, ιστορικά ανεπιβεβαίωτος

οφειλόμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

απρόβλεπτος, αμφίβολος

(às vezes bem-sucedido, outras vezes não)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με βραχεία κεφαλή

(em corridas, concursos)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην ώρα μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O Sr. Jones é sempre pontual e chega pontualmente às 9:00 em ponto. // Se você quer o emprego, é melhor ser pontual para a entrevista.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο κύριος Τζόουνς είναι πάντα στην ώρα του και φτάνει στις 9.00 ακριβώς. Εάν θέλεις την δουλειά, καλύτερα να είσαι στην ώρα σου για την συνέντευξη.

λογικός, συνετός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθοριστικός

(de grande impacto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ser voluntário na América Central foi uma experiência transformadora para mim.

δεν υπάρχει

adjetivo (abreviação: não aplicável/não disponível)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Συμπλήρωσα το δελτίο απογραφής με την απάντηση Δεν Ισχύει, εφόσον δεν έμενα σε εκείνο το σπίτι.

μου έχει δεθεί η γλώσσα κόμπος

(figurado) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χειροποίητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παβλοφικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τεθωρακισμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δηλαδή

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Josué sempre quis ter sucesso na vida; especificamente, ele queria ficar rico.
Ο Τζος πάντα ήθελε να πετύχει στη ζωή του, ήθελε δηλαδή να γίνει πλούσιος.

μπροστά, εμπρός

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fred caminha adiante, determinado a alcançar seu destino.

μ.Χ.

(abreviatura: depois de Cristo) (συντομογραφία)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O Imperador romano Domiciano governou o Reino Unido brevemente em 271 d.C.
Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Δομιτιανός κυβέρνησε την Βρετανία για μικρό διάστημα το 271 μ.Χ.

αρχικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Inicialmente, eu pensava que ele era um investigador particular.
Αρχικά νόμισα ότι ήταν ιδιωτική ερευνήτρια.

παρεμπιπτόντως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Παρεμπιπτόντως, σου χρωστάω 10 λίρες από την περασμένη εβδομάδα.

βίαια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

π.Χ.

(antes de Cristo) (σντμ: προ Χριστού)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από εδώ και πέρα

(formal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εν ψυχρώ

(figurado)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

φτηνά, φθηνά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Honestamente, eu realmente não gosto dele - ele é muito arrogante.

εδώ, σε αυτό το μέρος, σε αυτό το σημείο

(aqui, até aqui)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ σύντομα

(em pouco tempo a partir de agora)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πλατιά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Danny sorriu largamente para o público
Ο Ντάνυ χαμογέλασε πλατιά προς το κοινό.

από μακριά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

παρεμπιπτόντως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aliás, você já viu isso antes?
Παρεμπιπτόντως, το έχεις δει αυτό;

άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου

(vulgar, ofensivo) (χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλυντήριο πιάτων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Amo cozinhar, mas odeio limpar, portanto uma lava-louças é essencial para mim.
Λατρεύω το μαγείρεμα, μισώ όμως το συγύρισμα, επομένως ένα πλυντήριο πιάτων μου είναι απαραίτητο.

ιππασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Maggie gosta de equitação e cavalga todo dia.
Η Μάγκι απολαμβάνει την ιππασία και βγαίνει βόλτες με το άλογό της κάθε μέρα.

περπάτημα

(andar a pé)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A caminhada economiza seu dinheiro nas tarifas de ônibus ou em combustível e também é um bom exercício.
Με το περπάτημα γλιτώνεις χρήματα από τα εισιτήρια του λεωφορείου και τη βενζίνη, ενώ επίσης αποτελεί μια καλή μορφή άσκησης.

δικτύωση

(informática)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A rede permitiu que os computadores em todos os prédios do campus fossem conectados.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Υπάρχει δίκτυο σε κάθε κτίριο της πανεπιστημιούπολης.

κότερο

(BRA, barco, estrangeirismo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σνίτσελ

(estrang.:bife à milanesa alemão) (φαγητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αλογάκι της παναγίας

substantivo feminino (έντομο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απολυτήριες εξετάσεις

substantivo feminino (estrangeirismo, tipo de prova)

Ele bombou em todas as provas A-level e não pôde entrar na universidade.

στήριγμα κεφαλιού

(descanso para a cabeça acolchoado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Αμερικανική Ένωση για την Πρόληψη της Βίας κατά των Ζώων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκωτσέζικα αβγά

(ovo cozido envolto em carne moída) (πιάτο)

συζήτηση πρόσωπο με πρόσωπο, συζήτηση τετ α τετ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

whack-a-mole

substantivo masculino (video-game) (παιχνίδι)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γρονθοκόπημα

(επίσ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ΟΙ δύο φίλοι τσακώθηκαν και έπεσε ξύλο.

καλοί τρόποι

(etiqueta ao comer)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele escreveu uma carta sobre o problema.
Έγραψε ένα γράμμα αναφορικά με το πρόβλημα.

προς

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Vá para o Capitol e vire à esquerda na rua 8.
Πήγαινε όλο ευθεία προς το Καπιτώλιο και μετά στρίψε αριστερά, στην 8η λεωφόρο.

υπόψιν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για να

(propósito)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você não precisa de um diploma para trabalhar como acompanhante. // Para viajar para fora, você precisa de um passaporte válido.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν χρειάζεσαι πτυχίο για να δουλέψεις ως συνοδός. Για να ταξιδέψεις στο εξωτερικό πρέπει να έχεις έγκυρο διαβατήριο.

μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή

(antes ou até a fase de)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εναντίον, κατά

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

εμείς

(1ª pessoa do plural)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Nós vamos ao cinema.
Εμείς θα πάμε στο σινεμά.

μας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ele nos molhou com água enquanto estava lavando o carro.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Όλο το νερό έπεσε σε εμάς αντί για το αυτοκίνητο που προσπαθούσε να πλύνει.

-ως, -α

(για επιρρήματα)

ξεροβήχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του a στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.