Τι σημαίνει το accélérer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης accélérer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του accélérer στο Γαλλικά.

Η λέξη accélérer στο Γαλλικά σημαίνει επιταχύνω, επισπεύδω, πάω πιο γρήγορα, επιταχύνομαι, πάω πιο γρήγορα, επιταχύνω, ανεβάζω ρυθμούς, επιταχύνω, λειτουργώ ως καταλύτης για κτ, αυξάνω, επιταχύνω, επισπεύδω, τρέχω, επιταχύνω, επισπεύδω, εκτινάσσομαι, εκτοξεύομαι, διεγείρω, εντείνω, αυξάνω, επιταχύνω, διεγείρομαι, ανεβάζω ταχύτητα, αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ρυθμούς, αυξάνω το ρυθμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης accélérer

επιταχύνω, επισπεύδω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le réchauffement climatique accélère la disparition des glaciers.
Η υπερθέρμανση του πλανήτη επιταχύνει (or: επισπεύδει) την εξαφάνιση των πάγων.

πάω πιο γρήγορα

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Est-ce que tu pourrais accélérer le mouvement un peu ? Il y a des gens qui attendent derrière toi.
Θα μπορούσες σε παρακαλώ να κάνεις λίγο πιο γρήγορα; Υπάρχουν άνθρωποι που περιμένουν μετά από εσένα.

επιταχύνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La fusée commence à accélérer bien au-dessus de l'atmosphère.

πάω πιο γρήγορα

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Accélère, ou nous n'arriverons jamais à l'église à temps.
Κουνήσου αλλιώς δεν θα φτάσουμε με τίποτα στην ώρα μας στην εκκλησία.

επιταχύνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Accélère seulement une fois que tu auras passé les grilles.

ανεβάζω ρυθμούς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιταχύνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λειτουργώ ως καταλύτης για κτ

(κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυξάνω

(την ταχύτητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand tu conduis sur l'autoroute, tu dois accélérer.

επιταχύνω, επισπεύδω

verbe transitif (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο πατέρας τους πίεσε να επιταχύνουν (or: επισπεύσουν) την αίτηση του γιου του.

τρέχω

verbe intransitif (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu peux accélérer en ligne droite, mais il faut ralentir dans les virages.

επιταχύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επισπεύδω

verbe transitif (τις διαδικασίες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compagnie d'assurance s'est engagée à accélérer sa prise en charge en apprenant qu'elle n'avait nulle part d'autre où aller en attendant que les réparations soient effectuées.
Η ασφαλιστική εταιρεία υποσχέθηκε να επισπεύσει τις διαδικασίες για την αξίωση της ιδιοκτήτριας όταν τους εξήγησε πως δεν είχε κάπου αλλού να μείνει έως ότου επισκευάζονταν το σπίτι της.

εκτινάσσομαι, εκτοξεύομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διεγείρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lire le roman fantastique stimula l'imagination de l'enfant.

εντείνω, αυξάνω

(la production,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιταχύνω

(un processus, un départ,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν μπορώ να επιταχύνω αυτή την εργασία. Θα πρέπει να είσαι υπομονετικός.

διεγείρομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανεβάζω ταχύτητα, αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ρυθμούς, αυξάνω το ρυθμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il va falloir accélérer la cadence si tu veux arriver à l'heure à la gare.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του accélérer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του accélérer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.