Τι σημαίνει το acheter στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης acheter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acheter στο Γαλλικά.

Η λέξη acheter στο Γαλλικά σημαίνει αγοράζω, εξαγοράζω, δωροδοκώ, εξαγοράζω, δοροδοκώ, αγοράζω, πληρώνω, δωροδοκώ, εξαγοράζω, ψωνίζω, παίρνω, αγοράζω, φτάνω για, επαρκώ για, προμηθεύομαι, ψάχνω να αγοράσω κτ, επηρεάζω, αγοράζω, παίρνω, αγοράζω, αγοράζω, βόλτα για ψώνια, γυρίζω σελίδα, άντε ρε κακομοίρη, εμπορεύομαι, αγοράζω με δόσεις, αγοράζω σε πλειστηριασμό, έχω χρήματα για κτ, έχω αρκετά χρήματα για κτ, αγοράζω υπερβολικά μεγάλες ποσότητες, αγοράζω, εξαγοράζω, αγοράζω ολόκληρη την ποσότητα, πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτ, αγοράζω κτ με πίστωση, αλλάζω με κτ καλύτερο, πουλάω κτ σε κπ, πουλώ κτ σε κπ, αγοράζω και πουλώ, ψωνίζω, αγοράζω, εμπορεύομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης acheter

αγοράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill va acheter une voiture.
Ο Μπίλι θα αγοράσει αυτοκίνητο.

εξαγοράζω

verbe transitif (εταιρεία, μετοχές κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Notre compagnie va acheter (or: acquérir) son concurrent.

δωροδοκώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chef de la police a soudoyé le shérif adjoint pour qu'il ne dévoile pas les faits réels.
Ο αρχηγός της αστυνομίας δωροδόκησε τον αναπληρωτή σερίφη για να μην μιλήσει για όσα πραγματικά συνέβησαν.

εξαγοράζω, δοροδοκώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bande veut corrompre un fonctionnaire.

αγοράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai acheté quelques fournitures de bureau hier.
Αγόρασα (or: ψώνισα) υλικά γραφείου χτες.

πληρώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δωροδοκώ, εξαγοράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψωνίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ma femme peut passer la journée à acheter des trucs.
Η γυναίκα μου είναι ικανή να κάνει ψώνια όλη τη μέρα.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais juste acheter du lait.
Πάω να πάρω λίγο γάλα ακόμα.

αγοράζω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand il n'a pas répondu à l'interrogatoire, ils ont suspecté que quelqu'un avait acheté son silence.

φτάνω για, επαρκώ για

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un euro n'achète rien de plus qu'une tasse de café.
Με ένα ευρώ μπορεί κανείς να αγοράσει κάτι παραπάνω από ένα φλυτζάνι καφέ.

προμηθεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Où as-tu acheté ces crayons ?
Που βρήκες αυτά τα μολύβια;

ψάχνω να αγοράσω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sa vieille voiture est tombée en panne alors il est allé en acheter une nouvelle.

επηρεάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Toutes les preuves sont contre nous, on va voir si on peut acheter le jury.
Όλες οι αποδείξεις είναι εναντίον μας, πρέπει να δούμε αν θα μπορέσουμε να επηρεάσουμε τους ένορκους.

αγοράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai acquis deux nouvelles propriétés aujourd'hui.

παίρνω, αγοράζω

(de la drogue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack est allé dans une allée pour se procurer de la cocaïne.
Ο Τζακ πήγε στο δρομάκι για να αγοράσει λίγη κοκαΐνη.

αγοράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un million d'euros vous permettra d'acheter un bon buteur.
Με ένα εκατομμύριο ευρώ θα αγοράσουμε έναν καλό παίκτη.

βόλτα για ψώνια

(anglicisme)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Les sœurs sont allées faire du shopping pour la fête à venir.

γυρίζω σελίδα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άντε ρε κακομοίρη

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

εμπορεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγοράζω με δόσεις

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγοράζω σε πλειστηριασμό

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω χρήματα για κτ, έχω αρκετά χρήματα για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous ne pouvons pas nous payer (or: nous offrir) une grande maison.
Δεν έχουμε αρκετά χρήματα για μεγάλο σπίτι.

αγοράζω υπερβολικά μεγάλες ποσότητες

locution verbale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αγοράζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a acheté la totalité du stock.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αγοράσαμε όλα τα αποθέματα του προϊόντος στο κατάστημα.

εξαγοράζω

verbe transitif (familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On peut l'acheter en faisant un don à l'hôpital de sa femme.

αγοράζω ολόκληρη την ποσότητα

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons acheté tous les ballons du magasin pour la fête.

πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτ

locution verbale (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγοράζω κτ με πίστωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλάζω με κτ καλύτερο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πουλάω κτ σε κπ, πουλώ κτ σε κπ

Il a eu beau essayer encore et encore, il n'a pas réussi pas à lui vendre la voiture.
Όσο σκληρά κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να της πουλήσει το αυτοκίνητο.

αγοράζω και πουλώ

verbe transitif (marché boursier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son métier consiste à acheter et vendre des actions.

ψωνίζω, αγοράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous achetons nos légumes chez l'Indien.

εμπορεύομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce magasin vend et achète des jeux vidéo d'occasion.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acheter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του acheter

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.