Τι σημαίνει το ace στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ace στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ace στο Αγγλικά.

Η λέξη ace στο Αγγλικά σημαίνει άσος, άσος, πιλότος μαχητικού αεροσκάφους, χτύπημα, κάνω σερβίς, κορυφαίος, φίνος, σκίζω, άσσος στο μανίκι, άσσος στο μανίκι, άσος μπαστούνι, είμαι στο τσακ για κτ, έχω έναν άσσο στο μανίκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ace

άσος

noun (card) (τράπουλα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In this game, an ace is worth 10 points.
Σε αυτό το παιχνίδι, ένας άσος αξίζει 10 πόντους.

άσος

noun (person: excellent) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Kate is an ace at darts.
Η Κέιτ είναι αστέρι στα βελάκια.

πιλότος μαχητικού αεροσκάφους

noun (fighter pilot) (ιπτάμενος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The aces and crewmen celebrated the victory together.
Οι πιλότοι μαχητικών αεροσκαφών και το πλήρωμα γιόρτασαν μαζί τη νίκη.

χτύπημα

noun (tennis shot)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Matt won the tennis match with two aces.
Ο Ματ κέρδισε τον αγώνα τένις με δυο χτυπήματα.

κάνω σερβίς

transitive verb (tennis: serve)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Andrea aced her opponent on the court.
Η Άντρεα έκανε σερβίς στον αντίπαλό της στο γήπεδο.

κορυφαίος

adjective (expert)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's an ace marksman.
Είναι κορυφαίος σκοπευτής.

φίνος

adjective (UK, dated, slang (great) (καθομ, παλαιό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I love this song! Your taste in music is ace!

σκίζω

transitive verb (slang (exam: do very well) (αργκό, μτφ: σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Despite the difficulty of the math exam, Mary aced it.
Παρά τη δυσκολία του διαγωνίσματος, η Μαίρη έσκισε.

άσσος στο μανίκι

noun (slang, figurative (asset, trump) (καθομιλουμένη)

Gloria's ace in the hole is her fantastic singing voice.

άσσος στο μανίκι

noun (figurative, slang (hidden advantage) (καθομιλουμένη)

The manager decided it was time to reveal his ace in the hole, and brought on striker Wayne Rooney.

άσος μπαστούνι

noun (playing card)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

είμαι στο τσακ για κτ

verbal expression (informal (almost do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω έναν άσσο στο μανίκι

verbal expression (figurative, informal (have a secret advantage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ace στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.