Τι σημαίνει το distinguished στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης distinguished στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του distinguished στο Αγγλικά.

Η λέξη distinguished στο Αγγλικά σημαίνει επιφανής, διαπρεπής, αξιοπρεπής, μεγαλοπρεπής, διακρίνω, διακρίνω, χαρακτηρίζω, ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ, διακρίνω κπ/κτ από κπ/κτ, διακρίνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης distinguished

επιφανής, διαπρεπής

adjective (eminent, great)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The distinguished professor talked about his early life.

αξιοπρεπής, μεγαλοπρεπής

adjective (having dignified look)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διακρίνω

transitive verb (make out, see)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fog was so thick, Harry could hardly distinguish the road.
Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που ο Χάρυ με δυσκολία μπορούσε να δει τον δρόμο.

διακρίνω

(see the difference between) (κπ/κτ από κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Some people find it difficult to distinguish right from wrong.
Κάποιοι άνθρωποι το βρίσκουν δύσκολο να ξεχωρίσουν το σωστό απ' το λάθος.

χαρακτηρίζω

transitive verb (make different)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Francesca's Italian accent is what distinguishes her.
Η ιταλική προφορά της Φραντσέσκα είναι αυτό που τη χαρακτηρίζει.

ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ, διακρίνω κπ/κτ από κπ/κτ

(make different)

What distinguishes him from his colleagues is his unshakeable self-confidence.
Αυτό που τον κάνει να διαφέρει (or: ξεχωρίζει) απ' τους υπόλοιπους συναδέλφους του είναι η ακλόνητη αυτοπεποίθησή του.

διακρίνομαι

transitive verb and reflexive pronoun (become prominent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This director has distinguished himself in the film industry.
Ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης έχει διακριθεί στην κινηματογραφική βιομηχανία.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του distinguished στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.