Τι σημαίνει το outstanding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης outstanding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του outstanding στο Αγγλικά.

Η λέξη outstanding στο Αγγλικά σημαίνει έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος, εκκρεμής, εξέχων, εκκρεμούσα οφειλή, ανεξόφλητο χρέος, ανεξόφλητο χρέος, ανεξόφλητο χρέος, ανεξόφλητες χρεώσεις, μη εξαργυρωμένη επιταγή, ανεξόφλητο χρέος, ανεξόφλητο τιμολόγιο, εξαιρετική απόδοση, εξαιρετική βαθμολογία, εξαιρετικές υπηρεσίες, εξαίρετες υπηρεσίες, υπολειπόμενο απόθεμα, ανεξόφλητοι φόροι, εκκρεμής εργασία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης outstanding

έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος

adjective (exceptional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His play in that game was outstanding and we shouldn't expect to see that level from him again any time soon.
Ο τρόπος που έπαιξε σε αυτόν τον αγώνα ήταν έξοχος (or: εξαιρετικός), και δεν θα έπρεπε να περιμένουμε να ξαναδούμε τέτοιο επίπεδο από αυτόν ξανά σύντομα.

εκκρεμής

adjective (unresolved)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We still have three issues outstanding. Hopefully we can resolve them next week.
Έχουμε τρία εκκρεμή ζητήματα. Αν όλα πάνε καλά, θα μπορέσουμε να τα επιλύσουμε την άλλη εβδομάδα.

εξέχων

adjective (conspicuous, prominent)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
He is an outstanding member of the community, known for his many good deeds.

εκκρεμούσα οφειλή

plural noun (borrowed money yet to be repaid)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They are debt free with no loans outstanding.

ανεξόφλητο χρέος

plural noun (costs yet to be repaid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All outstanding accounts will need to be settled.

ανεξόφλητο χρέος

noun (money still owed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I just received a letter saying that I still have an outstanding balance on my car, but I'm sure I've completed the payments.

ανεξόφλητο χρέος

plural noun (costs yet to be repaid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Each month the company sends invoices to customers with outstanding bills.

ανεξόφλητες χρεώσεις

plural noun (fees still to be paid)

μη εξαργυρωμένη επιταγή

noun (cheque yet to be cashed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεξόφλητο χρέος

noun (money still owed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She was not able to buy a car due to her outstanding debt.

ανεξόφλητο τιμολόγιο

noun (bill still to be paid)

Please settle all outstanding invoices before the end of the month.

εξαιρετική απόδοση

noun (excellence, high achievement)

His outstanding performance in the field of business and commerce has brought him several awards.

εξαιρετική βαθμολογία

plural noun (excellent grades or ranking)

εξαιρετικές υπηρεσίες, εξαίρετες υπηρεσίες

noun (excellent professional contribution)

υπολειπόμενο απόθεμα

plural noun (quantities remaining) (ποσότητες εμπορευμάτων)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεξόφλητοι φόροι

plural noun (duties or levies still to be paid)

εκκρεμής εργασία

noun (task or job still to be done)

I can't play golf on Friday; I still have a lot of outstanding work to do.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του outstanding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του outstanding

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.