Τι σημαίνει το addressed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης addressed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του addressed στο Αγγλικά.

Η λέξη addressed στο Αγγλικά σημαίνει που γράφει τον παραλήπτη, έχω παραλήπτη κπ, διεύθυνση, διεύθυνση, προσφωνώ, απευθύνομαι σε κπ, αντιμετωπίζω, βάζω διεύθυνση, απευθύνω κτ σε κπ, απευθύνω κτ σε κπ, διεύθυνση, λόγος, ικανότητα, επιδεξιότητα, απευθύνομαι, έχω ως παραλήπτη, διευθυνσιοδοτώ, τοποθετώ το μπαστούνι για να χτυπήσω το μπαλάκι του γκολφ, φάκελος με τυπωμένο τον παραλήπτη και πληρωμένα τα τέλη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης addressed

που γράφει τον παραλήπτη

adjective (envelope)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't forget to enclose a stamped, addressed envelope.

έχω παραλήπτη κπ

verbal expression (mail: be intended for [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This letter is addressed to you.
Το γράμμα έχει εσένα για παραλήπτη.

διεύθυνση

noun (house, premises: location) (τόπος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The business had moved to a new address.
Η επιχείρηση είχε μεταφερθεί σε νέα διεύθυνση.

διεύθυνση

noun (destination on mail) (φάκελος, δέμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The letter was returned, as the address was unreadable.
Το γράμμα επιστράφηκε, γιατί η διεύθυνση δε διαβαζόταν.

προσφωνώ

transitive verb (use a title) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Your Holiness" is the correct way to address the Pope.
«Παναγιότατε» είναι ο σωστός τρόπος να προσφωνεί κανείς τον Πάπα.

απευθύνομαι σε κπ

transitive verb (give a speech)

The President will address the nation on Tuesday.
Ο πρόεδρος θα απευθυνθεί στον λαό την Τρίτη.

αντιμετωπίζω

transitive verb (give attention to [sth]) (λύνω πρόβλημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to address the problem of absenteeism.
Πρέπει να θέσουμε επί τάπητος το πρόβλημα των συνεχών αδικαιολόγητων απουσιών.

βάζω διεύθυνση

transitive verb (write destination on mail) (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You must address the package correctly if you expect it to be delivered.
Πρέπει να βάλεις τη σωστή διεύθυνση στο δέμα αν θέλεις να παραδοθεί.

απευθύνω κτ σε κπ

transitive verb (indicate mail is intended for [sb])

Joyce addressed the letter to her sister.
Η Τζόις έβαλε την αδερφή της παραλήπτη στο γράμμα.

απευθύνω κτ σε κπ

transitive verb (remark: say to [sb])

O'Neill addressed his remarks to the business owners in the audience.
Ο Ο' Νιλ απηύθυνε τα σχόλιά του στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που βρίσκονταν στο κοινό.

διεύθυνση

noun (internet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She set up a new web address.

λόγος

noun (formal speech)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The King's address to the nation was moving.

ικανότητα, επιδεξιότητα

noun (formal (skill)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He always handles problems with address.

απευθύνομαι

transitive verb (speak to) (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher addressed the cleverest boy in the class.
Η δασκάλα μίλησε στο εξυπνότερο αγόρι της τάξης.

έχω ως παραλήπτη

transitive verb (consign, entrust)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cargo was addressed to the freight forwarder.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το προσκλητήριο είναι για σένα και όχι για τον συγκάτοικό σου.

διευθυνσιοδοτώ

transitive verb (computers: direct data to) (νεολογισμός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The server addressed the data to the mainframe.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με ποιον τρόπο διευθυνσιοδοτεί ο εξυπηρετητής αυτός;

τοποθετώ το μπαστούνι για να χτυπήσω το μπαλάκι του γκολφ

transitive verb (golf: take a stance)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A golfer must first address the ball.

φάκελος με τυπωμένο τον παραλήπτη και πληρωμένα τα τέλη

noun (envelope addressed to self)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του addressed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του addressed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.