Τι σημαίνει το add στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης add στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του add στο Αγγλικά.

Η λέξη add στο Αγγλικά σημαίνει προσθέτω, αθροίζω, προσθέτω, προσθέτω, προσθέτω, ενισχύω, προσθέτω, αυξάνω, προσθέτω, προσθέτω, προσθέτω, ΔΕΥ, προσθέτω, προσθέτω, επισυνάπτω, κάνω πρόσθεση, έχω άθροισμα, αθροίζω, ταιριάζω, συνάδω, υποδεικνύω, συνιστώ, υποδηλώνω, συσσωρεύομαι, ρίχνω λάδι στην φωτιά, το κερασάκι στην τούρτα, συμπεριλαμβάνω κτ σε κτ άλλο, επισυνάπτω κτ σε κτ άλλο, πρόσθετο, πρόσθετη χρέωση, πρόσθετος, προσθέτω, αναμειγνύω, ανεβάζω την αξία, συμπληρώνω βιαστικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης add

προσθέτω, αθροίζω

transitive verb (mathematics: find total of) (μαθηματικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will use a calculator to add the numbers.
Θα χρησιμοποιήσω κομπιουτεράκι για να προσθέσω (or: αθροίσω) τους αριθμούς.

προσθέτω

transitive verb (join, put in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The family added an extension to their home.

προσθέτω

transitive verb (say as well)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you have anything to add to the debate?
Έχεις να προσθέσεις κάτι στη συζήτηση;

προσθέτω

intransitive verb (do sums) (σπανίως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I learned how to add when I was in first grade.
Έμαθα να κάνω πρόσθεση όταν πήγαινα στην πρώτη δημοτικού.

ενισχύω

(supplement) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Herbs will add to the flavour of the soup.
Τα μυρωδικά θα ενισχύσουν τη γεύση της σούπας.

προσθέτω

transitive verb (contribute, enhance) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seasoning adds flavour to food.
Τα καρικεύματα προσθέτουν γεύση στο φαγητό.

αυξάνω

(increase) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The knowledge of how he died only added to his family's suffering.
Η πληροφόρηση για τον τρόπο του θανάτου του κατάφερε μόνο να αυξήσει την οδύνη της οικογένειας.

προσθέτω

transitive verb (mathematics: calculate total) (μαθηματικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you add one and six, the total is seven.

προσθέτω

transitive verb (join, put in) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim plans to add his work to the project.

προσθέτω

transitive verb (contribute, enhance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The seasoning in this dish really adds depth.

ΔΕΥ

noun (initialism (attention deficit disorder) (διαταραχή ελλειμματικής προσοχής)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

προσθέτω

phrasal verb, transitive, separable (include)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hot chocolate tastes especially good if you add in a little salt.
Η ζεστή σοκολάτα αποκτά ιδιαίτερη νοστιμιά αν βάλεις και λίγο αλάτι.

προσθέτω

phrasal verb, transitive, separable (charge [sth] in addition)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Restaurants add sales tax onto the bill.

επισυνάπτω

phrasal verb, transitive, separable (append [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before sending the email, Irene added on a document.

κάνω πρόσθεση

phrasal verb, intransitive (do sums)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The children are learning to add up.
Τα παιδιά μαθαίνουν να κάνουν πρόσθεση.

έχω άθροισμα

(total)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The opposite sides of a die add up to seven.
Οι αντικριστές πλευρές του ζαριού έχουν άθροισμα επτά.

αθροίζω

phrasal verb, transitive, separable (calculate total)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When you add up the numbers in this column, you should get 500.
Εάν αθροίσεις τους αριθμούς αυτής της στήλης, πρέπει να βγάλεις 500.

ταιριάζω, συνάδω

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (make sense)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two different accounts of the same event don't add up.
Οι δύο διαφορετικές περιγραφές του ίδιου γεγονότος δεν συνάδουν.

υποδεικνύω, συνιστώ, υποδηλώνω

(figurative (indicate, lead to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The evidence adds up to a clear attempt to steal the goods.
Οι αποδείξεις υποδηλώνουν μια ξεκάθαρη απόπειρα κλοπής των αγαθών.

συσσωρεύομαι

phrasal verb, intransitive (accumulate gradually)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The stresses of everyday life can add up and leave you feeling overwhelmed.

ρίχνω λάδι στην φωτιά

verbal expression (figurative (exacerbate the issue)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Shouting at angry pupils is only likely to add fuel to the fire.

το κερασάκι στην τούρτα

verbal expression (figurative (make bad situation worse) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They got lost in the woods. Then, to add insult to injury, they were out of food.
Χάθηκαν στο δάσος. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι τους είχαν τελειώσει τα τρόφιμα.

συμπεριλαμβάνω κτ σε κτ άλλο

verbal expression (charge in addition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This restaurant automatically adds a service charge onto the bill.
Αυτό το εστιατόριο αυτομάτως συμπεριλαμβάνει χρέωση υπηρεσιών στον λογαριασμό.

επισυνάπτω κτ σε κτ άλλο

verbal expression (append)

πρόσθετο

noun (optional extra feature)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The software has lots of add-ons.

πρόσθετη χρέωση

noun (additional charge)

The bill includes add-ons.

πρόσθετος

adjective (feature: optional, extra)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The program provides many add-on features.

προσθέτω

(calculate the total)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Add these numbers together and divide the total by three.

αναμειγνύω

(combine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Add together the eggs and milk and whisk them until thoroughly mixed.

ανεβάζω την αξία

(enhance, make more expensive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nice landscaping will add value to your home.

συμπληρώνω βιαστικά

verbal expression (say to reassure)

That was a joke, I hasten to add.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του add στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του add

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.