Τι σημαίνει το across στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης across στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του across στο Αγγλικά.
Η λέξη across στο Αγγλικά σημαίνει που διασχίζει, απέναντι, κάθετα σε, σε, κατά πλάτος, οριζόντια, βρίσκω, συναντάω, συναντώ, γίνομαι κατανοητός, δίνω εντύπωση, δημιουργώ εντύπωση, κόβω δρόμο, ξεπερνώ τα όρια, πέφτω πάνω σε κτ, πέφτω πάνω σε κπ, εκφράζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω, διασχίζω, περνάω, διατρέχω, περνάω, τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέρι, τεντώνω το χέρι προς κπ/κτ, απλώνω το χέρι προς κπ/κτ, εκτείνομαι σε κτ, συναντώ τυχαία, πέφτω πάνω σε κτ, απλώνομαι, διασχίζω κολυμπώντας, απέναντι, γενικής εμβέλειας, σε όλο τον κόσμο, σε όλη την γη, παγκόσμιος, γενικός, κοινός, ξέρω, δείχνω, φαίνομαι, κρεμάω κτ σε κτ, ακριβώς απέναντι, περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ, περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ, σκορπίζω κτ σε κτ, σκορπίζομαι σε κτ, απλώνομαι σε κτ, απλώνω, ακριβώς απέναντι, ακριβώς απέναντι, σκορπάω, σκορπώ, σκορπίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης across
που διασχίζειpreposition (from one side to the other) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) There is a shortcut across the fields. The bridge across the river is a great place to watch the sunset. Η γέφυρα πάνω από τον ποταμό είναι εκπληκτικό μέρος για να δει κανείς το ηλιοβασίλεμα. |
απέναντιpreposition (opposite) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Audrey stood on the pavement looking at the post office across the street. Η Ώντρεϋ στεκόταν στο πεζοδρόμιο και κοιτούσε το ταχυδρομείο στην απέναντι πλευρά του δρόμου. |
κάθετα σεpreposition (so as to cross or intersect) Lay the boards across the bricks, like this. Βάλε τις σανίδες έτσι, κάθετα στα τούβλα. |
σεpreposition (throughout) (όχι συνολικά) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) The genetic mutation is found across several populations. This song is popular across Europe. Αυτό το τραγούδι είναι δημοφιλές σε όλη την Ευρώπη. |
κατά πλάτοςadverb (in width) (από τη μια πλευρά ως την άλλη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The swimming pool was 10 meters across. |
οριζόντιαadverb (in crosswords) (για σταυρόλεξο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I can't find the answer to nine across. Δεν μπορώ να βρω την απάντηση στο εννιά οριζόντια. |
βρίσκωphrasal verb, transitive, inseparable (encounter [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I came across an interesting article in the newspaper today. Βρήκα ένα ενδιαφέρον άρθρο στην εφημερίδα σήμερα. |
συναντάω, συναντώphrasal verb, transitive, inseparable (encounter [sb] by chance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We came across Monica in the post office. Συναντήσαμε τη Μόνικα στο ταχυδρομείο. |
γίνομαι κατανοητόςphrasal verb, intransitive (figurative (message: be clear) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The President's message came across very clearly in his speech. Το μήνυμα του Προέδρου στην ομιλία του έγινε κατανοητό. |
δίνω εντύπωση, δημιουργώ εντύπωσηphrasal verb, intransitive (give impression) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm not sure how my speech comes across. Δεν είμαι σίγουρος τη εντύπωση δημιουργεί η ομιλία μου. |
κόβω δρόμοphrasal verb, transitive, inseparable (cross by way of a short cut) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεπερνώ τα όριαphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (cross expected boundaries) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέφτω πάνω σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (find [sth] by chance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέφτω πάνω σε κπphrasal verb, transitive, inseparable (meet [sb] by chance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκφράζω, μεταδίδω, μεταβιβάζωphrasal verb, transitive, separable (informal (convey) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He tried to get his point across but it was so convoluted, no one could understand. Προσπάθησε να εκφράσει την άποψή του, ήταν όμως τόσο μπερδεμένη που κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει. |
διασχίζω, περνάω, διατρέχωphrasal verb, transitive, inseparable (cross, traverse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We sometimes go across the road for a drink at the pub. |
περνάωphrasal verb, transitive, separable (convey: message, point) (μεταφορικά: μήνυμα, ιδέες, απόψεις) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He put his ideas across neatly and succinctly. Μετέφερε τις ιδέες του όμορφα και συνοπτικά. |
τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέριphrasal verb, intransitive (stretch arm out) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He reached across and stroked me on the cheek. |
τεντώνω το χέρι προς κπ/κτ, απλώνω το χέρι προς κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (stretch arm over) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Susie knocked my wine glass over when she reached across the table to get the salt. |
εκτείνομαι σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (extend over) Graceful elm trees reached across the garden path. |
συναντώ τυχαίαphrasal verb, transitive, inseparable (encounter by chance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I ran across this quote by Oscar Wilde while studying another author. On the writers' weekend, I ran across a guy with a lot of useful contacts in the publishing world. Συνάντησα τυχαία αυτό το απόσπασμα από τον Όσκαρ Ουάιλντ, ενώ μελετούσα έναν άλλο συγγραφέα. Στην εκδήλωση για τους συγγραφείς το Σαββατοκύριακο συνάντησα τυχαία έναν τύπο με πολλές χρήσιμες επαφές στον κλάδο των εκδόσεων. |
πέφτω πάνω σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (discover, encounter by chance) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The other night I happened to stumble on an old photo album. |
απλώνομαιphrasal verb, transitive, inseparable (spread rapidly over) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This snow storm is sweeping across the entire state! |
διασχίζω κολυμπώνταςphrasal verb, transitive, inseparable (river, etc.: traverse by swimming) |
απέναντιpreposition (opposite) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) My office building is just across from the mall. Το κτίριο του γραφείου μου είναι ακριβώς απέναντι από το εμπορικό κέντρο. |
γενικής εμβέλειαςadverb (globally, universally) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
σε όλο τον κόσμο, σε όλη την γηadverb (all over the Earth) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It sure would be nice if peace broke out across the world for a change. |
παγκόσμιος, γενικός, κοινόςadjective (global, universal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Across-the-board tax increases hurt the poor far more than the rich. |
ξέρω(informal (be informed about) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δείχνω, φαίνομαιverbal expression (give certain impression) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I don't know Emily very well, but she comes across as an intelligent girl. Δεν ξέρω καλά την Έμιλι, αλλά φαίνεται να είναι έξυπνο κορίτσι. |
κρεμάω κτ σε κτ(hang, let fall on) Helen draped her coat over the back of the chair. Η Έλεν έβαλε το παλτό της στην πλάτη της καρέκλας. |
ακριβώς απέναντιadverb (on the opposite side of the road) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) My in-laws moved in just across the street, which is handy for babysitting. |
περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ(glide over) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She ran her fingers over the fine silk. |
περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ(glide over) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Larry let his fingers run across the tactile surface of the sculpture. |
σκορπίζω κτ σε κτ(sprinkle, strew) I scattered a few rose petals across her pillow while she was in the bathroom. Έριξα μερικά ροδοπέταλα στο μαξιλάρι της όταν ήταν στο μπάνιο. |
σκορπίζομαι σε κτ, απλώνομαι σε κτ(people: disperse over area) Neanderthals gradually scattered across virtually the whole of Europe. Οι Νεάτερνταλ σκορπίστηκαν (or: απλώθηκαν) σταδιακά σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. |
απλώνω(lay flat) (σε κάτι ή πάνω σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She spread the shirt across the ironing board. Άπλωσε το πουκάμισο πάνω στη σιδερώστρα. |
ακριβώς απέναντιadverb (directly opposite) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Straight across from the bank is the diner I like to eat lunch at. |
ακριβώς απέναντιpreposition (right over) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I ran straight across the street to visit my neighbor. |
σκορπάω, σκορπώ, σκορπίζω(often passive (scatter [sth] over) (κάτι πάνω σε κάτι, κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Glitter was strewn across the banquet table. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του across στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του across
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.