Τι σημαίνει το admitir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης admitir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του admitir στο ισπανικά.

Η λέξη admitir στο ισπανικά σημαίνει παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, δέχομαι, παραδέχομαι, δέχομαι, επιτρέπω, παίρνω, δέχομαι κπ σε κτ, παραδέχομαι, ομολογώ, παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πως, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, μολογάω, μολογώ, ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ, ικανοποιώ, δέχομαι, υποστηρίζω, παραδέχομαι ότι/πως, δέχομαι, κάνω εισαγωγή, παραδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι, ομολογώ, παραδέχομαι ότι, δηλώνω, ανακοινώνω, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, ανέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ, επαναδέχομαι, με παίρνουν, παραχωρώ, ομολογουμένως, αρνούμαι να παραδεχτώ, βγαίνω μπροστά, που δεν συγκρίνεται με κτ, αρνούμαι να παραδεχτώ, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, παραδέχομαι, κάνω κπ μέλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης admitir

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cross admitió el robo del dinero.
Ο Κρος παραδέχθηκε ότι έκλεψε τα χρήματα.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dave admitió haber estado celoso de su hermano menor.
Ο Ντέιβ είχε παραδεχθεί ότι ζήλευε τον μικρότερό του αδελφό.

δέχομαι, παραδέχομαι

verbo transitivo (dar cabida)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Admito la lógica de tu argumento, aunque todavía disiento con tus conclusiones.
Δέχομαι (or: παραδέχομαι) τη λογική του επιχειρήματός σου, αλλά εξακολουθώ να διαφωνώ με το συμπέρασμά σου.

δέχομαι, επιτρέπω

verbo transitivo (dar por válido)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El juez admitió la prueba.
Ο δικαστής δέχθηκε τα αποδεικτικά στοιχεία.

παίρνω

verbo transitivo (ανταλακτικό, εξάρτημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta lámpara sólo admite bombillas especiales.

δέχομαι κπ σε κτ

Fue admitido como miembro en el club de golf.

παραδέχομαι, ομολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Confesó su amor por él.
Παραδέχτηκε (or: ομολόγησε) τον έρωτά της για εκείνον.

παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jones confesó su participación en la actividad delictiva.

παραδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi hermano rompió la lámpara preferida de mi madre y no quiso admitirlo.
Ο αδερφός μου έσπασε το αγαπημένο φωτιστικό της μητέρας μου και αρνήθηκε να το παραδεχτεί.

αναγνωρίζω, παραδέχομαι

verbo transitivo (κάτι, ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Admito que pude haber tomado mejores decisiones.
Αναγνωρίζω (or: παραδέχομαι) ότι θα μπορούσα να είχα πάρει καλύτερες αποφάσεις.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tienes que admitir que has entendido mal la pregunta.
Πρέπει να παραδεχθείς ότι παρανόησες την ερώτηση.

μολογάω, μολογώ

verbo transitivo (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ

verbo transitivo

ικανοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ya no podemos admitir más pedidos de transferencia.
Δεν μπορούμε πλέον να ικανοποιήσουμε τα αιτήματα για μεταφορές.

δέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El programa debe ser capaz de admitir cambios de último momento.
Το πρόγραμμα πρέπει να μπορεί να επιδέχεται αλλαγές της τελευταίας στιγμής.

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi sistema operativo no admite esta configuración.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το λειτουργικό μου σύστημα δεν υποστηρίζει αυτήν τη συγκεκριμένη συσκευή αναπαραγωγής πολυμέσων.

παραδέχομαι ότι/πως

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Admitió que fue él quien lo rompió.

δέχομαι

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ley admite que puede haber exenciones.

κάνω εισαγωγή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ayer por la tarde fue admitido como paciente en el hospital.
Χτες το απόγευμα έγινε η εισαγωγή του στο νοσοκομείο.

παραδέχομαι, δέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Te admito que sonaba sincero, pero todavía no creo lo que dice.

παραδέχομαι, ομολογώ

verbo transitivo (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El asesino admitió su culpabilidad en la corte.
Ο δολοφόνος παραδέχτηκε την ενοχή του στο δικαστήριο.

παραδέχομαι ότι

(έκανα κάτι)

δηλώνω, ανακοινώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La Inspectora en Jefe declaró su intención de llevar ante la justicia al asesino.

αναγνωρίζω, παραδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El cantante reconoció que su rival era talentoso.
Ο τραγουδιστής παραδέχτηκε ότι ο ανταγωνιστής του ήταν πραγματικά ταλαντούχος.

ανέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En este momento el club no está admitiendo a nuevos miembros.
Ο σύλλογος δε δέχεται νέα μέλη αυτή τη στιγμή.

παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ

Ken confesó que había sido parte del robo a la policía.

επαναδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

με παίρνουν

(καθομιλουμένη: σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
De 20.000 solicitudes a la universidad el año pasado, solamente entraron 3.000.

παραχωρώ

(deporte, gol)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tras un esfuerzo valiente, el equipo de fútbol concedió el partido.

ομολογουμένως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es verdad que a John no le fue bien en el examen, pero la maestra no tenía derecho a recriminarlo frente a toda la clase como lo hizo.
Ομολογουμένως ο Τζον τα πήγε άσχημα στο τεστ, αλλά ο δάσκαλος δεν είχε δικαίωμα να τον επιπλήξει έτσι μπροστά στην τάξη.

αρνούμαι να παραδεχτώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ministro se negó a admitir que había actuado inadecuadamente.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο υπουργός αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι είχε ενεργήσει ανάρμοστα.

βγαίνω μπροστά

locución verbal (fig) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Admito mi culpa, sé que he hecho cosas así, sobretodo cuando estoy enojado.

που δεν συγκρίνεται με κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su talento no admite comparación con el de nadie más.

αρνούμαι να παραδεχτώ

locución verbal (ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναγνωρίζω, παραδέχομαι

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Reconozco que puedo estar equivocado.
Αναγνωρίζω ότι μπορεί να κάνω λάθος.

παραδέχομαι

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a admitir que en esta ocasión me he equivocado.
Παραδέχομαι ότι αυτή τη φορά έχω άδικο.

κάνω κπ μέλος

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του admitir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.