Τι σημαίνει το admitir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης admitir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του admitir στο πορτογαλικά.

Η λέξη admitir στο πορτογαλικά σημαίνει παραδέχομαι, ομολογώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, δέχομαι, παραδέχομαι, δέχομαι, επιτρέπω, δέχομαι κπ σε κτ, παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πως, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, επιτρέπω την είσοδο σε κπ, δέχομαι, παραδέχομαι, στέκω, να, παραδέχομαι ότι/πως, κάνω εισαγωγή, παραδέχομαι, δέχομαι, εισάγω, εγκαθιστώ, παραδέχομαι ότι, παραδέχομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, μολογάω, μολογώ, ομολογώ, παραδέχομαι, ομολογώ, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, δηλώνω, ανακοινώνω, δέχομαι, παραδοχή, αναγνώριση, ομολογία, αρνούμαι να παραδεχτώ, αρνούμαι να παραδεχτώ, έκανα λάθος, κάνω κπ μέλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης admitir

παραδέχομαι, ομολογώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela admitiu que estava apaixonada por ele.
Παραδέχτηκε (or: ομολόγησε) τον έρωτά της για εκείνον.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cross admitiu o roubo do dinheiro.
Ο Κρος παραδέχθηκε ότι έκλεψε τα χρήματα.

δέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O clube não está admitindo novos membros.
Ο σύλλογος δε δέχεται νέα μέλη αυτή τη στιγμή.

παραδέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O candidato admitiu a derrota.
Ο υποψήφιος παραδέχθηκε την ήττα του.

δέχομαι, επιτρέπω

verbo transitivo (jurídico, permitir o uso legal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O juiz admitiu a evidência.
Ο δικαστής δέχθηκε τα αποδεικτικά στοιχεία.

δέχομαι κπ σε κτ

παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναγνωρίζω, παραδέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O cantor admitiu que o rival dele era realmente talentoso.
Ο τραγουδιστής παραδέχτηκε ότι ο ανταγωνιστής του ήταν πραγματικά ταλαντούχος.

αναγνωρίζω, παραδέχομαι

verbo transitivo (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Reconheço que eu poderia estar errado.
Αναγνωρίζω ότι μπορεί να κάνω λάθος.

επιτρέπω την είσοδο σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A equipe não dá acesso a ninguém depois das cinco.
Το προσωπικό δεν επιτρέπει την είσοδο σε κανέναν μετά τις πέντε.

δέχομαι, παραδέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu aceito a lógica do seu argumento, apesar de ainda discordar da sua conclusão.
Δέχομαι (or: παραδέχομαι) τη λογική του επιχειρήματός σου, αλλά εξακολουθώ να διαφωνώ με το συμπέρασμά σου.

στέκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele sabia que seu álibi iria admitir escrutínio, então não teve problemas em contar o fato aos detetives.
Ήξερε ότι το άλλοθί του θα περνούσε (με επιτυχία) τον έλεγχο κι έτσι δεν είχε πρόβλημα να το αναφέρει στους ερευνητές.

να

verbo transitivo

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Ela foi obrigada a admitir o roubo.

παραδέχομαι ότι/πως

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω εισαγωγή

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O hospital o admitiu como paciente ontem de tarde.
Χτες το απόγευμα έγινε η εισαγωγή του στο νοσοκομείο.

παραδέχομαι, δέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Admito que ele parecia genuíno, mas ainda não acredito no que ele diz.

εισάγω

verbo transitivo (deixa algo entrar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εγκαθιστώ

verbo transitivo (pessoa: em escritório)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραδέχομαι ότι

(έκανα κάτι)

παραδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meu irmão quebrou o abajur favorito da minha mãe e se recusou a confessar.
Ο αδερφός μου έσπασε το αγαπημένο φωτιστικό της μητέρας μου και αρνήθηκε να το παραδεχτεί.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

(admitir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πρέπει να παραδεχθείς ότι παρανόησες την ερώτηση.

μολογάω, μολογώ

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ομολογώ

(figurado) (ότι/πως έκανα κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim confessou ter feito uma bagunça na cozinha do escritório.
Ο Τζιμ ομολόγησε πως έκανε χάλια την κουζίνα του γραφείου.

παραδέχομαι, ομολογώ

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O assassino confessou a culpa no tribunal.
Ο δολοφόνος παραδέχτηκε την ενοχή του στο δικαστήριο.

αναγνωρίζω, παραδέχομαι

verbo transitivo (κάτι, ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Reconheço (or: Admito) que poderia ter tomado decisões melhores.
Αναγνωρίζω (or: παραδέχομαι) ότι θα μπορούσα να είχα πάρει καλύτερες αποφάσεις.

δηλώνω, ανακοινώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nós só aceitamos os alunos mais inteligentes nesta faculdade.

παραδοχή, αναγνώριση, ομολογία

expressão

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρνούμαι να παραδεχτώ

(negar, rejeitar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο υπουργός αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι είχε ενεργήσει ανάρμοστα.

αρνούμαι να παραδεχτώ

(ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έκανα λάθος

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ μέλος

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του admitir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.