Τι σημαίνει το sofrer στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sofrer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sofrer στο πορτογαλικά.

Η λέξη sofrer στο πορτογαλικά σημαίνει υποφέρω, πάσχω από κτ, πονάω, πονώ, υποφέρω, δυσκολεύομαι, υποφέρω για κτ, υφίσταμαι, υποφέρω για κτ, περνάω, ζω, υπομένω τις συνέπειες, επηρεάζομαι στο μεγαλύτερο βαθμό από κτ, παθαίνω ζημιά, λύομαι, διαλύομαι, διασπώμαι, προκαλώ διάσειση σε κπ, υποφέρω από απώλεια, δέχομαι αρνητική κριτική, ταλανίζομαι για το αν θα κάνω κτ, πλήττομαι από κτ, καταρρέω, εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι, κόβω κτ μαχαίρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sofrer

υποφέρω

(se sujeitar à dor ou privação)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela sofreu durante anos, enquanto estava casada com ele.
Υπέφερε για χρόνια όσο ήταν παντρεμένη μαζί του.

πάσχω από κτ

(estar doente com)

Ele sofreu de diabetes a vida inteira.
Όλη του τη ζωή έπασχε από διαβήτη.

πονάω, πονώ, υποφέρω

(sofrer transtorno psicológico) (ψυχολογικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δυσκολεύομαι

(figurado, ter dificuldade)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu consigo dirigir um carro do lado direito, mas eu tenho de admitir que sofro.

υποφέρω για κτ

O atleta sofre por sua busca pela perfeição.
Ο αθλητής υπέφερε για να πετύχει την τελειότητα.

υφίσταμαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O jogador de futebol teve que abandonar o jogo depois de sofrer uma lesão.
Ο ποδοσφαιριστής έπρεπε να εγκαταλείψει τον αγώνα έπειτα από τον τραυματισμό που υπέστη.

υποφέρω για κτ

O pintor sofria por sua arte.
Ο ζωγράφος υπέφερε για την τέχνη του.

περνάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tendo crescido em Ruanda, Joe tinha aguentado muitos tormentos, o que o tornou o homem que é hoje.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Νίκος πέρασε πολλά στην παιδική του ηλικία.

ζω

(figurado: situação difícil)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela passou pelo pior momento de sua vida naquela prisão.
Έζησε τις χειρότερες στιγμές της ζωής της σε εκείνη φυλακή.

υπομένω τις συνέπειες

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επηρεάζομαι στο μεγαλύτερο βαθμό από κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παθαίνω ζημιά

λύομαι, διαλύομαι, διασπώμαι

(célula)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προκαλώ διάσειση σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποφέρω από απώλεια

(estar de luto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δέχομαι αρνητική κριτική

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταλανίζομαι για το αν θα κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλήττομαι από κτ

(ser afetado de forma adversa por)

Essa floresta sofre dos efeitos da chuva ácida. São sempre os pobres que sofrem mais com o desemprego.
Αυτό το δάσος επλήγη από τις συνέπειες της όξινης βροχής. Πάντα οι φτωχοί είναι αυτοί που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία.

καταρρέω

expressão verbal (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu não dormi por dias; estou prestes a sofrer um ataque de nervos.
Δεν έχω κοιμηθεί για μέρες. Κοντεύω να καταρρεύσω.

εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι

(BRA, economia) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No final do dia, as ações dessa companhia sofreram rali.

κόβω κτ μαχαίρι

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sofrer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.