Τι σημαίνει το agarrar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης agarrar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του agarrar στο πορτογαλικά.

Η λέξη agarrar στο πορτογαλικά σημαίνει αρπάζω, αρπάζω, αρπάζω, παίρνω, αρπαγή, αρπάζω, αρπάζω, κρατάω, πιάνω, πιάνω, αρπάζω, κρατάω γερά, κρατάω σφιχτά, κρατάω, κρατώ, πιάνω, αρπάζω, γράπωμα, αρπάζω, κράτημα, πιάσιμο, πιάνομαι, κρατιέμαι γερά από κτ, αρπάζω, πιάνω, κρατώ, αρπάζω, αρπάζω, πιάνω, πιάνω, διατηρώ, αρπάζω, πιάνω, σφίγγω, γραπώνω, αρπάζω, κρατιέμαι από κπ/κτ, κολλάω, κολλώ, πιάνω, προσκολλώμαι σε κπ/κτ, αγκαλιάζω, κολλάω, προσπαθώ να πιάσω κτ, πιάνω, αρπάζω,πιάνω, είμαι προσκολλημένος, είμαι κολλητός, κρατιέμαι σφικτά, κολλάω σε κτ, πιάνομαι, αγκαλιάζομαι, αρπάζω την ευκαιρία, γαντζώνομαι, κρατάω γερά, γρήγορη κίνηση, κρεμιέμαι από, γαντζώνομαι από, προσπαθώ να αρπάξω, προσπαθώ να πιάσω, κρέμομαι από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης agarrar

αρπάζω

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρπάζω

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando os empregadores de Paul lhe ofereceram um emprego no escritório de Nova York, ele agarrou a oportunidade.

αρπάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy agarrou o braço de Edward.
Η Νάνσι άρπαξε το χέρι του Έντουαρντ.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela pegou o dinheiro e correu para a loja.
Πήρε τα λεφτά και έτρεξε στο μαγαζί.

αρπαγή

verbo transitivo

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρπάζω

verbo transitivo (αρχικό πιάσιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρπάζω, κρατάω, πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρπάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele deveria agarrar a bola e correr para a linha.
Η Λιζ άρπαξε την μπάλα και έτρεξε προς το τέρμα.

κρατάω γερά, κρατάω σφιχτά

verbo transitivo

A velha senhora agarrou a bolsa dela enquanto atravessava a rua.
Η ηλικιωμένη γυναίκα κρατούσε γερά την τσάντα της, καθώς διέσχιζε το δρόμο.

κρατάω, κρατώ, πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna agarrou a raquete com força quando entrou na quadra de tênis.
Η Άννα κρατούσε γερά τη ρακέτα όταν μπήκε στο γήπεδο του τένις.

αρπάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράπωμα

substantivo masculino (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αρπάζω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά: ευκαιρία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κράτημα, πιάσιμο

(ato de agarrar, segurar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Heather agarrou firmemente a corda quando subia o penhasco.

πιάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando eu andava de bicicleta, meus cadarços agarraram nas catracas.
Ενώ έκανα ποδήλατο, πιάστηκαν τα κορδόνια μου στις ταχύτητες.

κρατιέμαι γερά από κτ

verbo transitivo (segurar-se)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O alpinista agarrou o rochedo quando a corda arrebentou.

αρπάζω, πιάνω, κρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John agarrou a beira da piscina enquanto seus amigos tentavam empurrá-lo.

αρπάζω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyra agarrou a oportunidade para representar sua escola na conferência de pesquisa de graduação.

αρπάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sendo uma grande fã da banda, Stella agarrou a chance de ver um concerto deles.

πιάνω

verbo transitivo (agarrar, aproveitar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de levantar, agarre bem a carga e veja não é pesada demais.

πιάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu consigo agarrar a bola com uma mão.
Μπορώ να πιάσω την μπάλα με το ένα χέρι.

διατηρώ

verbo transitivo (manter apesar de dificuldades)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Em todos os anos de pobreza, ela conseguiu se agarrar à sua dignidade.
Όλα τα χρόνια της φτώχειας, κατάφερε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της.

αρπάζω

(figurativo: agarrar uma oportunidade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αν μου προσέφεραν μια ευκαιρία για δουλειά, θα την άρπαζα.

πιάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela agarrou o braço dele e o puxou em direção a ela.
Έπιασε το μπράτσο του και τον τράβηξε προς το μέρος της.

σφίγγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles agarraram (or: apanharam) meus braços e começaram a puxar.
Άρπαξαν (or: γράπωσαν) τα μπράτσα μου και άρχισαν να τραβούν.

γραπώνω, αρπάζω

(εκείνη τη στιγμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike segurou sua bolsa com força no metrô.
Ο Μάικ κρατούσε γερά την τσάντα του, όταν ήταν στο μετρό.

κρατιέμαι από κπ/κτ

Se achar que vai escorregar, segure no meu braço.
Κρατήσου απ' το μπράτσο μου αν πιστεύεις ότι θα γλιστρήσεις.

κολλάω, κολλώ

(σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A lama aderiu aos pneus do caminhão.
Η λάσπη κόλλησε στα λάστιχα του φορτηγού.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jason a pegou pelo pulso.
Ο Τζέισον την έπιασε από τον καρπό.

προσκολλώμαι σε κπ/κτ

(pegar e não soltar)

αγκαλιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A garotinha abraçou sua boneca apertadamente.
Το κοριτσάκι έσφιγγε στην αγκαλιά του την κούκλα του.

κολλάω

(aderir a) (με κάτι, σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A cola aderiu aos meus dedos e eu tive que esfregar por 10 minutos para removê-la.
Η κόλλα κόλλησε στα δάχτυλά μου και χρειάστηκε να τα τρίβω 10 λεπτά για να την αφαιρέσω.

προσπαθώ να πιάσω κτ

(με τα δόντια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιάνω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρπάζω,πιάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο κ. Τζόουνς άρπαξε (or: έπιασε) τον Μαρκ από το κολάρο και τον έσυρε να δει τον διευθυντή.

είμαι προσκολλημένος

verbo pronominal/reflexivo (figurado: crença)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Não importa o que aconteça, as pessoas religiosas se agarram as suas crenças.
Ό, τι και να συμβεί, οι θρησκευόμενοι μένουν προσκολλημένοι στα πιστεύω τους.

είμαι κολλητός

(roupa, etc: estar apertada)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Eu não gosto da forma como meu novo vestido gruda.
Δε μου αρέσει όπως κολλάει πάνω μου το νέο μου φόρεμα.

κρατιέμαι σφικτά

verbo pronominal/reflexivo

κολλάω σε κτ

verbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά)

πιάνομαι

verbo pronominal/reflexivo (από κάτι/κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quem se afoga se agarra a qualquer coisa próxima.
Ο πνιγμένος θα πιαστεί από οτιδήποτε είναι κοντά του.

αγκαλιάζομαι

(mostrar afeição)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
Esses dois estão tão apaixonados. Estão sempre se acariciando.

αρπάζω την ευκαιρία

(informal, figurado: aceitar oportunidade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γαντζώνομαι

(bebê: agarrar o mamilo) (από κπ/κτ, σε κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os gatinhos se agarraram e começaram a mamar.

κρατάω γερά

(κυριολεκτικά)

γρήγορη κίνηση

(για να αρπάξω κτ)

A tentativa do ladrão de agarrar o telefone de Alex foi mal sucedida.
Η γρήγορη κίνηση του κλέφτη για να αρπάξει το τηλέφωνο του Άλεξ ήταν ανεπιτυχής.

κρεμιέμαι από, γαντζώνομαι από

verbo pronominal/reflexivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσπαθώ να αρπάξω, προσπαθώ να πιάσω

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρέμομαι από κτ

(μεταφορικά: χείλη, λόγια)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του agarrar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.